Anonymous

δεσπότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεσπότης''': -ου, ὁ· κλητικὴ δέσποτᾰ· αἰτιατικὴ δεσπότεα, Ἡρόδ. 1. 11, κτλ. (ἴδε ἐν λέξει [[πόσις]], ὁ)· – [[κύριος]], [[δεσπότης]], ἰδίως ἐπὶ τοῦ κυρίου τοῦ οἴκου, τοῦ οἰκογενειάρχου (πρβλ. [[οἰκοδεσπότης]]), Λατ. herus, dominus, δόμων Αἰσχύλ. Εὐμ. 60, κτλ.· [[ὄμμα]] γὰρ δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν ὁ αὐτ. Πέρσ. 169· – [[κυρίως]] ἐν σχέσει πρὸς δούλους, Πλάτ. Παρμ. 133D, νόμ. 756Ε, κτλ.· δ. καὶ [[δοῦλος]] Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 3. κτλ.· [[ὥστε]] ἡ [[προσφώνησις]] τοῦ δούλου πρὸς τὸν κύριον [[αὐτοῦ]] ἦτο ὦ δέσποτ’ [[ἄναξ]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 90, Ἀνδοκ. 3. 25· ὦναξ δέσποτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 389, Ἀποσπ. 492· – ἄλλως ἦτο ἐν χρήσει [[κυρίως]], 2) ἐπὶ Ἀσιανῶν ἀρχόντων, [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], οὗ οἱ ὑπήκοοι [[εἶναι]] δοῦλοι, Λατ. dominus, Ἡρόδ. 3. 89, Θουκ. 6. 77· [[τύραννος]] καὶ δ. Πλάτ. Νόμ. 859Α· καὶ τὸ πληθυντ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ τύραννοι, Αὐσχύλ. Ἀγ. 32, Χο. 53. 82· – ἀλλ’ οἱ ἐλεύθεροι Ἕλληνες μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ταύτην [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν θεῶν, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 480, Εὐρ. Ἱππ. 88, Ἀριστοφ. Σφηξ. 875, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 13. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ κατέχων τι, [[κύριος]], [[κάτοχος]], κώμου, ναῶν Πινδ. Ο. 6. 30, Π. 4. 369· μαντευμάτων Αὐσχύλ. Θηβ. 27· τῶν Ἡρακλείων ὅπλων Σοφ. Φ. 262· ἑπτὰ δεσποτῶν, ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Εὐρ. Ἱκέτ. 636· τοῦ ὄρτυγος Ξεν. Ἀν. 7. 4, 10· πρβλ. [[ἄναξ]]. – Μεθ’ Ὅμηρ., ἂν καὶ [[οὗτος]] μεταχειρίζεται τὸ [[δέσποινα]] ἐν Ὀδ.
|lstext='''δεσπότης''': -ου, ὁ· κλητικὴ δέσποτᾰ· αἰτιατικὴ δεσπότεα, Ἡρόδ. 1. 11, κτλ. (ἴδε ἐν λέξει [[πόσις]], ὁ)· – [[κύριος]], [[δεσπότης]], ἰδίως ἐπὶ τοῦ κυρίου τοῦ οἴκου, τοῦ οἰκογενειάρχου (πρβλ. [[οἰκοδεσπότης]]), Λατ. herus, dominus, δόμων Αἰσχύλ. Εὐμ. 60, κτλ.· [[ὄμμα]] γὰρ δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν ὁ αὐτ. Πέρσ. 169· – [[κυρίως]] ἐν σχέσει πρὸς δούλους, Πλάτ. Παρμ. 133D, νόμ. 756Ε, κτλ.· δ. καὶ [[δοῦλος]] Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 3. κτλ.· [[ὥστε]] ἡ [[προσφώνησις]] τοῦ δούλου πρὸς τὸν κύριον [[αὐτοῦ]] ἦτο ὦ δέσποτ’ [[ἄναξ]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 90, Ἀνδοκ. 3. 25· ὦναξ δέσποτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 389, Ἀποσπ. 492· – ἄλλως ἦτο ἐν χρήσει [[κυρίως]], 2) ἐπὶ Ἀσιανῶν ἀρχόντων, [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], οὗ οἱ ὑπήκοοι [[εἶναι]] δοῦλοι, Λατ. dominus, Ἡρόδ. 3. 89, Θουκ. 6. 77· [[τύραννος]] καὶ δ. Πλάτ. Νόμ. 859Α· καὶ τὸ πληθυντ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ τύραννοι, Αὐσχύλ. Ἀγ. 32, Χο. 53. 82· – ἀλλ’ οἱ ἐλεύθεροι Ἕλληνες μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ταύτην [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν θεῶν, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 480, Εὐρ. Ἱππ. 88, Ἀριστοφ. Σφηξ. 875, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 13. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ κατέχων τι, [[κύριος]], [[κάτοχος]], κώμου, ναῶν Πινδ. Ο. 6. 30, Π. 4. 369· μαντευμάτων Αὐσχύλ. Θηβ. 27· τῶν Ἡρακλείων ὅπλων Σοφ. Φ. 262· ἑπτὰ δεσποτῶν, ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Εὐρ. Ἱκέτ. 636· τοῦ ὄρτυγος Ξεν. Ἀν. 7. 4, 10· πρβλ. [[ἄναξ]]. – Μεθ’ Ὅμηρ., ἂν καὶ [[οὗτος]] μεταχειρίζεται τὸ [[δέσποινα]] ἐν Ὀδ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />maître, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> maître de maison;<br /><b>2</b> maître absolu, <i>càd</i> despote, <i>au sens oriental ; chez les Grecs</i> maître tout-puissant;<br /><b>3</b> maître <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' δεσ- d’orig. inconnue et *[[πότης]] = [[πόσις]] <i>lat.</i> potis, potens -- DELG vieux mot i.-e., cf. <i>skr.</i> dampati, maître de la maison : v. [[δόμος]] et [[πόσις]].
}}
}}