Anonymous

μοιχεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιχεύω''': ἐκτελῶ μοιχείαν [[μετὰ]] γυναικός, ἢ [[καθόλου]] [[διαφθείρω]] αὐτήν, μετ’ αἰτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 558, Λυσίας 93. 8, Πλάτ. Πολ. 360Β· - Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 986· μοιχεύεσθαί τινι ἢ ὑπό τινος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 7., 9. 32, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτελῶ μοιχείαν, Λατ. moechari, Ἀριστοφ. Νεφ. 1076, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.
|lstext='''μοιχεύω''': ἐκτελῶ μοιχείαν [[μετὰ]] γυναικός, ἢ [[καθόλου]] [[διαφθείρω]] αὐτήν, μετ’ αἰτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 558, Λυσίας 93. 8, Πλάτ. Πολ. 360Β· - Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 986· μοιχεύεσθαί τινι ἢ ὑπό τινος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 7., 9. 32, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτελῶ μοιχείαν, Λατ. moechari, Ἀριστοφ. Νεφ. 1076, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> commettre un adultère, entretenir une liaison adultère;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> corrompre une femme mariée, acc. ; <i>Pass., en parl. d’une femme</i> se laisser séduire.<br />'''Étymologie:''' [[μοιχός]].
}}
}}