Anonymous

οἰκεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκεύς''': έως, Ἰων. ῆος, ὁ, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, [[οἰκεῖος]], μὴ ... φίλους [[οἰκῆας]] ἐγείρῃ Ἰλ. Ε. 413˙ [[ὄφρα]] ἴδωμαι [[οἰκῆας]], ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱὸν Ζ. 366, Ὀδ. Ρ. 533˙ ἀλλ’ ἀλλαχοῦ, ὡς ἐν Δ. 245, Ξ. 4, κτλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δούλου, [[ὑπηρέτης]], πρβλ. Σόλωνα παρὰ Λυσ. 117. 41, Σοφ. Ο. Τ. 756.
|lstext='''οἰκεύς''': έως, Ἰων. ῆος, ὁ, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, [[οἰκεῖος]], μὴ ... φίλους [[οἰκῆας]] ἐγείρῃ Ἰλ. Ε. 413˙ [[ὄφρα]] ἴδωμαι [[οἰκῆας]], ἄλοχόν τε φίλην καὶ νήπιον υἱὸν Ζ. 366, Ὀδ. Ρ. 533˙ ἀλλ’ ἀλλαχοῦ, ὡς ἐν Δ. 245, Ξ. 4, κτλ., ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ δούλου, [[ὑπηρέτης]], πρβλ. Σόλωνα παρὰ Λυσ. 117. 41, Σοφ. Ο. Τ. 756.
}}
{{bailly
|btext=έως, <i>ion.</i> ῆος (ὁ) :<br /><b>1</b> parent;<br /><b>2</b> serviteur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]].
}}
}}