3,277,121
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυτηριάζω''': μέλλ. -άσω, [[καίω]] διὰ καυτηρίου, Στράβ. 215 (ἔνθ’ [[ἄλλοτε]] κακῶς καταστ-)· μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., κεκαυτηριασμένοι τὴν συνείδησιν Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 2, «βεβασανισμένην, μὴ ἔχοντες τὴν συνείδησιν ὑγιῆ» Ἡσύχ.· διὰ τοῦ καυτῆρος [[ἐγκαίω]], [[στιγματίζω]], καυτηριάσαι τὰς ἵππους λύκον Στράβ. 5. 215·- ῥηματ. ἐπίθετ., καυτηριαστέον, Θεοφάν. Νόνν. 2. σ. 338. | |lstext='''καυτηριάζω''': μέλλ. -άσω, [[καίω]] διὰ καυτηρίου, Στράβ. 215 (ἔνθ’ [[ἄλλοτε]] κακῶς καταστ-)· μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., κεκαυτηριασμένοι τὴν συνείδησιν Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 2, «βεβασανισμένην, μὴ ἔχοντες τὴν συνείδησιν ὑγιῆ» Ἡσύχ.· διὰ τοῦ καυτῆρος [[ἐγκαίω]], [[στιγματίζω]], καυτηριάσαι τὰς ἵππους λύκον Στράβ. 5. 215·- ῥηματ. ἐπίθετ., καυτηριαστέον, Θεοφάν. Νόνν. 2. σ. 338. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=brûler avec un fer rouge, cautériser ; marquer au fer rouge.<br />'''Étymologie:''' [[καυτήρ]]. | |||
}} | }} |