Anonymous

καυτηριάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυτηριάζω''': μέλλ. -άσω, [[καίω]] διὰ καυτηρίου, Στράβ. 215 (ἔνθ’ [[ἄλλοτε]] κακῶς καταστ-)· μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., κεκαυτηριασμένοι τὴν συνείδησιν Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 2, «βεβασανισμένην, μὴ ἔχοντες τὴν συνείδησιν ὑγιῆ» Ἡσύχ.· διὰ τοῦ καυτῆρος [[ἐγκαίω]], [[στιγματίζω]], καυτηριάσαι τὰς ἵππους λύκον Στράβ. 5. 215·- ῥηματ. ἐπίθετ., καυτηριαστέον, Θεοφάν. Νόνν. 2. σ. 338.
|lstext='''καυτηριάζω''': μέλλ. -άσω, [[καίω]] διὰ καυτηρίου, Στράβ. 215 (ἔνθ’ [[ἄλλοτε]] κακῶς καταστ-)· μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., κεκαυτηριασμένοι τὴν συνείδησιν Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 2, «βεβασανισμένην, μὴ ἔχοντες τὴν συνείδησιν ὑγιῆ» Ἡσύχ.· διὰ τοῦ καυτῆρος [[ἐγκαίω]], [[στιγματίζω]], καυτηριάσαι τὰς ἵππους λύκον Στράβ. 5. 215·- ῥηματ. ἐπίθετ., καυτηριαστέον, Θεοφάν. Νόνν. 2. σ. 338.
}}
{{bailly
|btext=brûler avec un fer rouge, cautériser ; marquer au fer rouge.<br />'''Étymologie:''' [[καυτήρ]].
}}
}}