Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βαρύθυμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρύθῡμος''': -ον, ὁ βεβαρημένος τὴν ψυχὴν, ἠγανακτημένος, [[κατηφής]], Εὐρ. Μηδ. 176, Καλλ. εἰς Δήμ. 81, κτλ.-Ἐπίρρ. -μως Ἀλκίφρ. 2. 3. ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. 3. 99.
|lstext='''βᾰρύθῡμος''': -ον, ὁ βεβαρημένος τὴν ψυχὴν, ἠγανακτημένος, [[κατηφής]], Εὐρ. Μηδ. 176, Καλλ. εἰς Δήμ. 81, κτλ.-Ἐπίρρ. -μως Ἀλκίφρ. 2. 3. ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. 3. 99.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />irrité, mécontent.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[θυμός]].
}}
}}