Anonymous

ἄχρωστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχρωστος''': -ον, ([[χρώζω]]) [[ἄψαυστος]], [[ἄθικτος]], ἄχρ. χερῶν ἐμῶν Εὐρ. Ἑλ. 831. ΙΙ. μὴ χρωματισθείς, [[ἄχρωμος]], Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111Α.
|lstext='''ἄχρωστος''': -ον, ([[χρώζω]]) [[ἄψαυστος]], [[ἄθικτος]], ἄχρ. χερῶν ἐμῶν Εὐρ. Ἑλ. 831. ΙΙ. μὴ χρωματισθείς, [[ἄχρωμος]], Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne sent pas le contact de la peau, non touché;<br /><b>2</b> non coloré, sans couleur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χρώννυμι]].
}}
}}