Anonymous

βέλος: Difference between revisions

From LSJ
1,217 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βέλος''': -εος, τό, (βάλλω) πᾶν τὸ βαλλόμενον, [[βλῆμα]], ἰδίως [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], [[κεραυνός]]· [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· ἐπὶ τοῦ τεμαχίου βράχου [[ὅπερ]] οἱ Κύκλωπες ἐξεσφενδόνησαν, [[πόντονδε]] βαλὼν [[βέλος]] Ὀδ. Ι. 495· ἐπὶ τοῦ βοείου ποδός, τὸν ὁποῖον εἷς τῶν μνηστήρων ἔρριψε κατά τοῦ Ὀδυσσέως, Υ. 305, πρβλ. Π. 464· (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Θ. 513, ἴδε [[πέσσω]] ἐν τέλει)· ὑπὲκ βελέων, ἔξω τῆς προσβολῆς τῶν βελῶν, Ἰλ. Δ. 465· ἐκ βελέων Λ. 163· οὕτω, ἔξω βελῶν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 69, κτλ.· ἔξω βέλους Ἀρρ. Ἀν. 2. 27, 1· ἀντίθ. τῷ [[ἐντός]] βέλους, Διόδ. 20. 6, Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 5· [[εἴσω]] β. ὁ αὐτ. 1. 6, 8· - β. ἰθύνειν, ἰάπτειν, σκήπτειν, κτλ., ἴδε ἐν λέξει. 2) ὡς τὸ [[ἔγχος]], ἐν χρήσει ἐπὶ παντὸς ὅπλου, [[οἷον]] ἐπὶ ξίφους, Ἀριστοφ. Ἀχ. 345, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 658· ἐπὶ πελέκεως, Εὐρ. Ἠλ. 1159· ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ κέντρου σκορπίου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, πρβλ. Ἱκέτ. 556. 3) τὰ ἀγανὰ βέλεα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε δηλοῦσι τὸν αἰφνίδιον καὶ εὔκολον θάνατον τῶν ἀνδρῶν ἢ τῶν γυναικῶν κατὰ τὸν προσβάλλοντα θεὸν ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Λ. 269, τὸ [[βέλος]] ὀξὺ τῆς Εἰλειθυίας [[εἶναι]] αἱ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ· πρβλ. Θεόκρ. 27. 28. 4) μεθ’ Ὅμηρ. ἐπὶ παντὸς [[ταχέως]] πλήττοντος ἢ ἀκαριαίως ἐξακοντιζομένου, [[Διός]] βέλη, οἱ κευρανοὶ [[αὐτοῦ]], Πίνδ. Ν. 10.15, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 79, κτλ.· Ζηνὸς ἄγρυπνον β. Αἰσχύλ. Πρ. 371· πύρπνουν β. [[αὐτόθι]] 917· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, ἐπὶ τρικυμίας, [[αὐτόθι]] 371· βέλη πάγων, οἱ διαπερῶντες πάγοι, οἱ διατρυπῶντες, Σοφ. Ἀντ. 358· - μεταφ., ὀμμάτων [[βέλος]], τὸ [[βλέμμα]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, «ἡ ματιά», Αἰσχύλ. Ἀγ. 742· φίλοικτον [[βέλος]], ἐλεῆμον [[βλέμμα]], [[αὐτόθι]] 240· ἱμέρου [[βέλος]], τοῦ ἔρωτος, ὁ αὐτ. Πρ. 649· θυμοῦ βέλη Σοφ. Ο. Τ. 893· ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, πᾶν τετόξευται [[βέλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 679, πρβλ. Πλάτ. Φιλ. 23Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ψυχικῶν πόνων, ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ φόβου ἀγωνίας, ἄτλατον β. Πίνδ. Ν. 1. 71· ὁ [[φθόνος]] αὐτὸς ἑαυτὸν ἑοῖς βελέεσσι δαμάζει Συλλ. Ἐπιγρ. 1935.
|lstext='''βέλος''': -εος, τό, (βάλλω) πᾶν τὸ βαλλόμενον, [[βλῆμα]], ἰδίως [[βέλος]], [[ἀκόντιον]], [[κεραυνός]]· [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· ἐπὶ τοῦ τεμαχίου βράχου [[ὅπερ]] οἱ Κύκλωπες ἐξεσφενδόνησαν, [[πόντονδε]] βαλὼν [[βέλος]] Ὀδ. Ι. 495· ἐπὶ τοῦ βοείου ποδός, τὸν ὁποῖον εἷς τῶν μνηστήρων ἔρριψε κατά τοῦ Ὀδυσσέως, Υ. 305, πρβλ. Π. 464· (περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Θ. 513, ἴδε [[πέσσω]] ἐν τέλει)· ὑπὲκ βελέων, ἔξω τῆς προσβολῆς τῶν βελῶν, Ἰλ. Δ. 465· ἐκ βελέων Λ. 163· οὕτω, ἔξω βελῶν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 69, κτλ.· ἔξω βέλους Ἀρρ. Ἀν. 2. 27, 1· ἀντίθ. τῷ [[ἐντός]] βέλους, Διόδ. 20. 6, Ἀρρ. Ἀν. 1. 2, 5· [[εἴσω]] β. ὁ αὐτ. 1. 6, 8· - β. ἰθύνειν, ἰάπτειν, σκήπτειν, κτλ., ἴδε ἐν λέξει. 2) ὡς τὸ [[ἔγχος]], ἐν χρήσει ἐπὶ παντὸς ὅπλου, [[οἷον]] ἐπὶ ξίφους, Ἀριστοφ. Ἀχ. 345, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 658· ἐπὶ πελέκεως, Εὐρ. Ἠλ. 1159· ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ κέντρου σκορπίου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, πρβλ. Ἱκέτ. 556. 3) τὰ ἀγανὰ βέλεα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε δηλοῦσι τὸν αἰφνίδιον καὶ εὔκολον θάνατον τῶν ἀνδρῶν ἢ τῶν γυναικῶν κατὰ τὸν προσβάλλοντα θεὸν ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Λ. 269, τὸ [[βέλος]] ὀξὺ τῆς Εἰλειθυίας [[εἶναι]] αἱ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ· πρβλ. Θεόκρ. 27. 28. 4) μεθ’ Ὅμηρ. ἐπὶ παντὸς [[ταχέως]] πλήττοντος ἢ ἀκαριαίως ἐξακοντιζομένου, [[Διός]] βέλη, οἱ κευρανοὶ [[αὐτοῦ]], Πίνδ. Ν. 10.15, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 79, κτλ.· Ζηνὸς ἄγρυπνον β. Αἰσχύλ. Πρ. 371· πύρπνουν β. [[αὐτόθι]] 917· βέλεσι πυρπνόου ζάλης, ἐπὶ τρικυμίας, [[αὐτόθι]] 371· βέλη πάγων, οἱ διαπερῶντες πάγοι, οἱ διατρυπῶντες, Σοφ. Ἀντ. 358· - μεταφ., ὀμμάτων [[βέλος]], τὸ [[βλέμμα]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, «ἡ ματιά», Αἰσχύλ. Ἀγ. 742· φίλοικτον [[βέλος]], ἐλεῆμον [[βλέμμα]], [[αὐτόθι]] 240· ἱμέρου [[βέλος]], τοῦ ἔρωτος, ὁ αὐτ. Πρ. 649· θυμοῦ βέλη Σοφ. Ο. Τ. 893· ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, πᾶν τετόξευται [[βέλος]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 679, πρβλ. Πλάτ. Φιλ. 23Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ψυχικῶν πόνων, ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ φόβου ἀγωνίας, ἄτλατον β. Πίνδ. Ν. 1. 71· ὁ [[φθόνος]] αὐτὸς ἑαυτὸν ἑοῖς βελέεσσι δαμάζει Συλλ. Ἐπιγρ. 1935.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> toute arme de trait <i>ou</i> de jet, projectile, <i>particul.</i><br /><b>1</b> javelot ; ὑπὲκ βελέων IL, [[ἐκ]] βελέων IL, [[ἔξω]] βελῶν XÉN, [[ἔξω]] βέλους LUC hors de la portée du trait;<br /><b>2</b> quartier de roc;<br /><b>3</b> traits de la foudre, <i>au sg.</i><br /><b>4</b> tout projectile, toute chose lancée <i>ou</i> qui atteint en tombant ; δύσομβρα βέλη SOPH atteintes importunes de la pluie;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> ;<br /><b>1</b> épée;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[βελόνη]];<br /><b>3</b> flèches <i>ou</i> traits (d’Apollon pour les hommes, d’Artémis pour les femmes) qui procurent une mort douce et soudaine;<br /><b>4</b> <i>p. anal. en parl. de tout ce qui cause une douleur vive et aiguë (douleur causée par un mot ; douleurs de l’enfantement ; souffrance causée par le froid)</i>;<br /><b>5</b> <i>fig. en parl. de tout ce qui blesse ou atteint le cœur ou l’esprit ; particul.</i> traits de l’amour ; <i>en parl. d’arguments dans une discussion</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Βαλ, lancer ; v. [[βάλλω]].
}}
}}