Anonymous

βαλανεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰλᾰνεύς''': έως, ὁ, ὁ τοῦ λουτροῦ [[ὑπηρέτης]], Λατ. balneator, [[ὅστις]] ὤφειλε νὰ κείρῃ τὴν κόμην καὶ τὸν πώγωνα καὶ τοὺς ὄνυχας νὰ ἀποκόπτῃ καὶ νὰ παρέχῃ ῥύμματα, κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1403, Βατρ. 710, Πλάτ., κτλ. Παροιμιώδης ἦτο ἡ [[πρόθυμος]] αὐτῶν [[φλυαρία]], ὡς ἡ τῶν κουρέων, - βαλανεὺς ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων Παροιμιογρ.
|lstext='''βᾰλᾰνεύς''': έως, ὁ, ὁ τοῦ λουτροῦ [[ὑπηρέτης]], Λατ. balneator, [[ὅστις]] ὤφειλε νὰ κείρῃ τὴν κόμην καὶ τὸν πώγωνα καὶ τοὺς ὄνυχας νὰ ἀποκόπτῃ καὶ νὰ παρέχῃ ῥύμματα, κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1403, Βατρ. 710, Πλάτ., κτλ. Παροιμιώδης ἦτο ἡ [[πρόθυμος]] αὐτῶν [[φλυαρία]], ὡς ἡ τῶν κουρέων, - βαλανεὺς ἐπὶ τῶν πολυπραγμόνων Παροιμιογρ.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />patron <i>ou</i> garçon de bain.<br />'''Étymologie:''' [[βαλανεῖον]].
}}
}}