Anonymous

βαδίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαδίζω''': μέλλ. Ἀττ. βαδιοῦμαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 617, Πλ. 495, Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βαδίσομαι Γαλην., καὶ βαδιῶ (δια-) Λουκ. Δημ. ἐγκ. Ι, κτλ.: ἀόρ, ἐβάδισα Ἱππ. 556. 16, Ἀρρ., κτλ., (δια-) Θουκ. 6. 101· πρκμ. βεβάδικα Ἀριστ. μετ. τ. φυσ. 8. 6, 9· Ἰώσηπ. - Μέσ., προστακτ. βαδίζου Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 167· - πρβλ. ἀπο-[[βαδίζω]]· ([[βάδος]], βαίνω, vado) = [[ὑπάγω]] βραδέως, περιπατῶ, Λατ. ambulare, [[ἐπιστροφάδην]] δ' ἐβάδιζεν Ὁμ. Ὕ. Ἑρμ. 210· ἀντίθετ. τῷ [[τρέχω]] Ξεν. Κύρ. 2. 3, 10 κτλ.· ἐπὶ ἱππέων, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 3, 19· ἐπὶ κτήνους β. Δίων Χρυσ. 2. 34· [[ὑπάγω]] διὰ ξηρᾶς, κατ' ἀντίθ. πρὸς τὸ [[πλέω]], Δημ. 392. 6., 398. 15· - ἐπὶ τινων ζῴων, κατὰ σκέλη β., ἴδε [[σκέλος]] 1· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ. βάδον β. Ἀριστοφ. Ὄρν. 42· ὁδὸν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 22· ἀεὶ μίαν ἀτραπὸν Ἀρις. Ζ. Ἱ. 9. 38, 2· - [[ὡσαύτως]], ὁδῷ β. Λουκ. Τίμ. 5. 2) περιφέρομαι, περιδιαβάζω, Κρατῖν. Διον. 5, κ. ἀλλ.· κατὰ ζυγά, κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. Ζ. Ἱ. 5. 12. 3) [[καθόλου]], [[ὑπάγω]], πορεύομαι, Ἀντιφῶν 132. 15· ἐπ' οἰκίας βαδ., [[εἰσέρχομαι]] εἰς οἰκίας, [[εἰσβαίνω]], Δημ. 271. 13· β. ἐπί τινα, [[προβαίνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 1251. 20· εἰς τὸ [[πολίτευμα]], εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰ ἀρχεῖα Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 9., 4. 14, 4., 4. 15, 6· β. εἰς τὰ πατρῷα, [[εἰσέρχομαι]] καὶ [[καταλαμβάνω]] τὴν πατρικὴν κληρονομίαν, Ἰσαῖ. 44. 14· [[προβαίνω]] ἐν τῇ συζητήσει, Δημ. 314. 21, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 13, 12, κτλ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, αἱ τιμαὶ ἠλαττοῦντο, Δημ. 1285. 22· τὸ [[πρᾶγμα]] περαιτέρω β. ὁ αὐτ. 688. 14. - ἡ [[λέξις]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἀνήκει εἰς τοὺς κωμικοὺς καὶ πεζούς· ἀπαντᾷ [[ὅμως]] ἐν Εὐρ. Φοιν. 544.
|lstext='''βαδίζω''': μέλλ. Ἀττ. βαδιοῦμαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 617, Πλ. 495, Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βαδίσομαι Γαλην., καὶ βαδιῶ (δια-) Λουκ. Δημ. ἐγκ. Ι, κτλ.: ἀόρ, ἐβάδισα Ἱππ. 556. 16, Ἀρρ., κτλ., (δια-) Θουκ. 6. 101· πρκμ. βεβάδικα Ἀριστ. μετ. τ. φυσ. 8. 6, 9· Ἰώσηπ. - Μέσ., προστακτ. βαδίζου Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 167· - πρβλ. ἀπο-[[βαδίζω]]· ([[βάδος]], βαίνω, vado) = [[ὑπάγω]] βραδέως, περιπατῶ, Λατ. ambulare, [[ἐπιστροφάδην]] δ' ἐβάδιζεν Ὁμ. Ὕ. Ἑρμ. 210· ἀντίθετ. τῷ [[τρέχω]] Ξεν. Κύρ. 2. 3, 10 κτλ.· ἐπὶ ἱππέων, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 3, 19· ἐπὶ κτήνους β. Δίων Χρυσ. 2. 34· [[ὑπάγω]] διὰ ξηρᾶς, κατ' ἀντίθ. πρὸς τὸ [[πλέω]], Δημ. 392. 6., 398. 15· - ἐπὶ τινων ζῴων, κατὰ σκέλη β., ἴδε [[σκέλος]] 1· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ. βάδον β. Ἀριστοφ. Ὄρν. 42· ὁδὸν Ξεν. Ἀπομ. 2. 1. 22· ἀεὶ μίαν ἀτραπὸν Ἀρις. Ζ. Ἱ. 9. 38, 2· - [[ὡσαύτως]], ὁδῷ β. Λουκ. Τίμ. 5. 2) περιφέρομαι, περιδιαβάζω, Κρατῖν. Διον. 5, κ. ἀλλ.· κατὰ ζυγά, κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. Ζ. Ἱ. 5. 12. 3) [[καθόλου]], [[ὑπάγω]], πορεύομαι, Ἀντιφῶν 132. 15· ἐπ' οἰκίας βαδ., [[εἰσέρχομαι]] εἰς οἰκίας, [[εἰσβαίνω]], Δημ. 271. 13· β. ἐπί τινα, [[προβαίνω]] [[ἐναντίον]] τινός, ὁ αὐτ. 1251. 20· εἰς τὸ [[πολίτευμα]], εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰ ἀρχεῖα Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 9., 4. 14, 4., 4. 15, 6· β. εἰς τὰ πατρῷα, [[εἰσέρχομαι]] καὶ [[καταλαμβάνω]] τὴν πατρικὴν κληρονομίαν, Ἰσαῖ. 44. 14· [[προβαίνω]] ἐν τῇ συζητήσει, Δημ. 314. 21, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 13, 12, κτλ. 4) ἐπὶ πραγμάτων, αἱ τιμαὶ ἐπ' ἔλαττον ἐβάδιζον, αἱ τιμαὶ ἠλαττοῦντο, Δημ. 1285. 22· τὸ [[πρᾶγμα]] περαιτέρω β. ὁ αὐτ. 688. 14. - ἡ [[λέξις]] σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἀνήκει εἰς τοὺς κωμικοὺς καὶ πεζούς· ἀπαντᾷ [[ὅμως]] ἐν Εὐρ. Φοιν. 544.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[βαδιοῦμαι]], <i>ao.</i> ἐβάδισα, <i>pf.</i> βεβάδικα;<br />marcher :<br /><b>1</b> marcher, aller pas à pas, aller au pas;<br /><b>2</b> marcher <i>en gén.</i> ; ὁδὸν βαδίζειν XÉN suivre une route, faire un trajet ; βαδίζειν ὁδοὺς ὀρεινάς PLUT aller par des chemins montueux ; ἐπ’ οἰκίας β. DÉM entrer dans des maisons ; <i>fig.</i> β. [[ἐπί]] [[τι]] DÉM en venir à qch (dans une argumentation), arriver à parler de qch.<br />'''Étymologie:''' R. Βα, marcher ; v. [[βαίνω]].
}}
}}