Anonymous

Ἀχέρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἀχέρων''': -οντος, ὁ, ([[ἄχος]]) ποταμὸς τῶν στεναγμῶν, (πρβλ. Κωκυτός), εἶς τῶν ποταμῶν τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Ἀποσπ. ἐν Valck. Diatr. σ. 17. ΙΙ. [[ὄνομα]] ποταμοῦ ἐν Θεσπρωτίᾳ, Θουκ. 1. 46· και ἄλλου ἐν Καμπανίᾳ, πρβλ. Στράβωνα 243, κτλ.
|lstext='''Ἀχέρων''': -οντος, ὁ, ([[ἄχος]]) ποταμὸς τῶν στεναγμῶν, (πρβλ. Κωκυτός), εἶς τῶν ποταμῶν τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Ἀποσπ. ἐν Valck. Diatr. σ. 17. ΙΙ. [[ὄνομα]] ποταμοῦ ἐν Θεσπρωτίᾳ, Θουκ. 1. 46· και ἄλλου ἐν Καμπανίᾳ, πρβλ. Στράβωνα 243, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=οντος (ὁ) :<br />Achéron :<br /><b>1</b> fl. des enfers;<br /><b>2</b> fl. de Thesprotie.<br />'''Étymologie:''' DELG parallèles balt. ou sl. signifiant « marais, lac ».
}}
}}