Anonymous

ἄχλοος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχλοος''': -ον, συνηρ. ἄχλους, ουν· (χλόα): [[ἄνευ]] χλόης, Εὐρ. Ἑλ. 1327. ΙΙ. [[ξηρός]], μεμαραμμένος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 496.
|lstext='''ἄχλοος''': -ον, συνηρ. ἄχλους, ουν· (χλόα): [[ἄνευ]] χλόης, Εὐρ. Ἑλ. 1327. ΙΙ. [[ξηρός]], μεμαραμμένος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 496.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><b>1</b> sans herbages;<br /><b>2</b> sans verdure, desséché.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χλόα]].
}}
}}