Anonymous

ἀφόρητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφόρητος''': -ον, οὐκ [[ἀνεκτός]], οὐκ [[ἀνασχετός]], ἀνυπόφορος, κρυμὸς Ἡρόδ. 4. 28· χειμῶνος [[χρῆμα]] ἀφόρητον ὁ αὐτ. 7. 188· μεγέθει βοῆς ἀφορήτῳ Θουκ. 4. 126· οὐκ ἔστιν... οὐδὲν τῆς ὕβρεως ἀφορητότερον Δημ. 529. 9· ἀφ. κακὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 5. 13: - Ἐπιρρ. ἀφορήτως [[Πολυδ]] Γ΄, 130. ΙΙ. ὅν τις δὲν ἐφόρεσε, κοινῶς «ἀφόρετος», [[λέξις]] [[ἀδόκιμος]], Λουκ. Λεξιφ. 9, Ἀθήν. 98Α.
|lstext='''ἀφόρητος''': -ον, οὐκ [[ἀνεκτός]], οὐκ [[ἀνασχετός]], ἀνυπόφορος, κρυμὸς Ἡρόδ. 4. 28· χειμῶνος [[χρῆμα]] ἀφόρητον ὁ αὐτ. 7. 188· μεγέθει βοῆς ἀφορήτῳ Θουκ. 4. 126· οὐκ ἔστιν... οὐδὲν τῆς ὕβρεως ἀφορητότερον Δημ. 529. 9· ἀφ. κακὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 5. 13: - Ἐπιρρ. ἀφορήτως [[Πολυδ]] Γ΄, 130. ΙΙ. ὅν τις δὲν ἐφόρεσε, κοινῶς «ἀφόρετος», [[λέξις]] [[ἀδόκιμος]], Λουκ. Λεξιφ. 9, Ἀθήν. 98Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />intolérable, insupportable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φέρω]].
}}
}}