3,274,313
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφυσγετός''': ὁ, αἱ ἰλυώδεις ἀκαθαρσίαι ἅς καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, ἰλύς, [[συρφετός]], πολλὸν δέ τ’ ἀφυσγετὸν εἰς ἄλλα βάλλει Ἰλ. Λ. 495, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 779. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[ἄφθονος]] (πρβλ. [[ἀφύξιμος]]), Νικ. Ἀλεξιφ. 597. | |lstext='''ἀφυσγετός''': ὁ, αἱ ἰλυώδεις ἀκαθαρσίαι ἅς καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, ἰλύς, [[συρφετός]], πολλὸν δέ τ’ ἀφυσγετὸν εἰς ἄλλα βάλλει Ἰλ. Λ. 495, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 779. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[ἄφθονος]] (πρβλ. [[ἀφύξιμος]]), Νικ. Ἀλεξιφ. 597. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />eau grasse <i>ou</i> bourbeuse, fange.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἀφύσσω]]. | |||
}} | }} |