Anonymous

ἀφυσγετός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφυσγετός''': ὁ, αἱ ἰλυώδεις ἀκαθαρσίαι ἅς καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, ἰλύς, [[συρφετός]], πολλὸν δέ τ’ ἀφυσγετὸν εἰς ἄλλα βάλλει Ἰλ. Λ. 495, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 779. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[ἄφθονος]] (πρβλ. [[ἀφύξιμος]]), Νικ. Ἀλεξιφ. 597.
|lstext='''ἀφυσγετός''': ὁ, αἱ ἰλυώδεις ἀκαθαρσίαι ἅς καταβιβάζουσιν οἱ χείμαρροι, ἰλύς, [[συρφετός]], πολλὸν δέ τ’ ἀφυσγετὸν εἰς ἄλλα βάλλει Ἰλ. Λ. 495, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 779. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[ἄφθονος]] (πρβλ. [[ἀφύξιμος]]), Νικ. Ἀλεξιφ. 597.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />eau grasse <i>ou</i> bourbeuse, fange.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἀφύσσω]].
}}
}}