Anonymous

βαρύγουνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρύγουνος''': -ον, ὁ βαρέα ἔχων τὰ γόνατα, [[ὀκνηρός]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 78· βᾰρῡγούνατος Θεόκρ. 18. 10.
|lstext='''βᾰρύγουνος''': -ον, ὁ βαρέα ἔχων τὰ γόνατα, [[ὀκνηρός]], Καλλ. εἰς Δῆλ. 78· βᾰρῡγούνατος Θεόκρ. 18. 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux genoux alourdis.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[γόνυ]].
}}
}}