Anonymous

ἀρχηγός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχηγός''': Δωρ. ἀρχᾱγός, όν, ([[ἡγέομαι]]): ― ὁ [[πρωταίτιος]], ὁ [[πρόξενος]], [[λόγος]] ἀρχηγὸς κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 881· πρῶτος, μέγιστος, ἃ Τροίας ἀρχηγοὺς εἶχον τιμάς, ἥτις εἶχον τὰς ὑψίστας τιμὰς τῆς Τροίας, δηλ. [[ἤμην]] [[βασίλισσα]], ὁ αὐτ. Τρῳ. 196· [[ἀρχικός]], πρῶτος, δύο φλέβες ἀρχ. Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 22. ΙΙ. οὐσιαστ., ὡς τὸ [[ἀρχηγέτης]], ἱδρυτής, [[γενάρχης]], Λατ. auctor, ἐπὶ πολιούχου ἥρωος ἢ θεοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 60· τοῦ γένους Ἰσοκρ. 32C· οἷς τῆς πόλεως θεὸς [[ἀρχηγός]] τις ἐστιν Πλατ. Τιμ. 21Ε· ― ὁ [[γενάρχης]] οἰκογενείας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 12, 4. 2) [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], Αἰσχυλ. Ἀγ. 259· πρῶτος [[ἀρχηγός]], [[ἡγεμών]], Ἑλλήνων Σιμων. (198) παρὰ Θουκ. 1. 132· [[ὡσαύτως]], ἀρχ. ἱερέων Συλλ. Ἐπιγρ. 6798, πρβλ. 2882. 3) ὁ [[ἀρχηγός]], ὁ πρῶτος πράγματός τινος, καταγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλὴν καὶ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ πράγματος Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4, πρβλ. Δείναρχ. 109. 15, Ἰσοκρ. 253D· [[Θαλῆς]] ὁ τῆς τοιαύτης ἀρχηγὸς φιλοσοφίας Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 5· [[οὗτος]] τῆς τέχνης ἀρχηγὸς ἧν Σωσίπατρ. ἐν «καταψευδομένῳ» 1. 14: ― οὓτω, τὸ ἀρχηγὸν, ἡ τὴν ἀρχὴν διδοῦσα [[δύναμις]], Πλάτ. Κρατ. 401D.
|lstext='''ἀρχηγός''': Δωρ. ἀρχᾱγός, όν, ([[ἡγέομαι]]): ― ὁ [[πρωταίτιος]], ὁ [[πρόξενος]], [[λόγος]] ἀρχηγὸς κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 881· πρῶτος, μέγιστος, ἃ Τροίας ἀρχηγοὺς εἶχον τιμάς, ἥτις εἶχον τὰς ὑψίστας τιμὰς τῆς Τροίας, δηλ. [[ἤμην]] [[βασίλισσα]], ὁ αὐτ. Τρῳ. 196· [[ἀρχικός]], πρῶτος, δύο φλέβες ἀρχ. Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 22. ΙΙ. οὐσιαστ., ὡς τὸ [[ἀρχηγέτης]], ἱδρυτής, [[γενάρχης]], Λατ. auctor, ἐπὶ πολιούχου ἥρωος ἢ θεοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 60· τοῦ γένους Ἰσοκρ. 32C· οἷς τῆς πόλεως θεὸς [[ἀρχηγός]] τις ἐστιν Πλατ. Τιμ. 21Ε· ― ὁ [[γενάρχης]] οἰκογενείας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 12, 4. 2) [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], Αἰσχυλ. Ἀγ. 259· πρῶτος [[ἀρχηγός]], [[ἡγεμών]], Ἑλλήνων Σιμων. (198) παρὰ Θουκ. 1. 132· [[ὡσαύτως]], ἀρχ. ἱερέων Συλλ. Ἐπιγρ. 6798, πρβλ. 2882. 3) ὁ [[ἀρχηγός]], ὁ πρῶτος πράγματός τινος, καταγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλὴν καὶ τὸν ἀρχηγὸν τοῦ πράγματος Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4, πρβλ. Δείναρχ. 109. 15, Ἰσοκρ. 253D· [[Θαλῆς]] ὁ τῆς τοιαύτης ἀρχηγὸς φιλοσοφίας Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 5· [[οὗτος]] τῆς τέχνης ἀρχηγὸς ἧν Σωσίπατρ. ἐν «καταψευδομένῳ» 1. 14: ― οὓτω, τὸ ἀρχηγὸν, ἡ τὴν ἀρχὴν διδοῦσα [[δύναμις]], Πλάτ. Κρατ. 401D.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qui est la cause première de, auteur de;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[ἀρχηγός]] :<br /><b>1</b> cause première, auteur de, fondateur (d’une race, d’une cité, <i>etc.</i>) ; héros tutélaire, protecteur;<br /><b>2</b> chef, roi ; <i>particul.</i> chef militaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχή]], [[ἄγω]].
}}
}}