Anonymous

βαλβίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαλβίς''': ῖδος, ἡ, [[κυρίως]] τὸ [[σχοινίον]] τὸ τεινόμενον ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου πρὸ τῶν ἀγωνιζομένων· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. carceres, τὰ ξύλα ἢ οἱ στῦλοι, ἀφ’ ὧν ἦτο τὸ [[σχοινίον]] τοῦτο διατεταμένον, [[ἑπομένως]] ἡ γραμμὴ ἐξ ἧς οἱ ἀγωνιζόμενοι ἀνεχώρουν καὶ εἰς ἣν ἐπέστρεφον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1159· [[ὡσαύτως]] τὸ [[σημεῖον]] ἀφ’ οὗ ὁ [[δίσκος]] ἐρρίπτετο, Φιλόστρ. 798· [[ἐντεῦθεν]], πᾶν [[σημεῖον]] ἀναχωρήσεως, ἀπὸ βαλβίδων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 867. Ἀριστοφ. Σφ. 548· μεταφ., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου Εὐρ. Μηδ. 1245· ἐκ β. εἰς [[τέρμα]] Θεμίστ. 177D. ΙΙ. [[ἐπειδὴ]] δὲ τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως ἦτο καὶ [[τέρμα]], βαλβῖδες ἐκαλεῖτο πᾶν ὅ,τι πρέπει τις νὰ κερδήσῃ, [[οἷον]] αἱ ἐπάλξεις (ὑπὸ τοῦ ἀναβαίνοντος τὸ [[τεῖχος]]), Σοφ. Ἀντ. 131· πρβλ. Λυκ. 286, Ὀππ. Κ. 1. 513. (II.0., ὡς τὸ [[βηλός]], ἐκ √ΒΑ (βαίνω).)
|lstext='''βαλβίς''': ῖδος, ἡ, [[κυρίως]] τὸ [[σχοινίον]] τὸ τεινόμενον ἐν τῷ ἀγῶνι τοῦ δρόμου πρὸ τῶν ἀγωνιζομένων· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. carceres, τὰ ξύλα ἢ οἱ στῦλοι, ἀφ’ ὧν ἦτο τὸ [[σχοινίον]] τοῦτο διατεταμένον, [[ἑπομένως]] ἡ γραμμὴ ἐξ ἧς οἱ ἀγωνιζόμενοι ἀνεχώρουν καὶ εἰς ἣν ἐπέστρεφον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1159· [[ὡσαύτως]] τὸ [[σημεῖον]] ἀφ’ οὗ ὁ [[δίσκος]] ἐρρίπτετο, Φιλόστρ. 798· [[ἐντεῦθεν]], πᾶν [[σημεῖον]] ἀναχωρήσεως, ἀπὸ βαλβίδων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 867. Ἀριστοφ. Σφ. 548· μεταφ., ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου Εὐρ. Μηδ. 1245· ἐκ β. εἰς [[τέρμα]] Θεμίστ. 177D. ΙΙ. [[ἐπειδὴ]] δὲ τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως ἦτο καὶ [[τέρμα]], βαλβῖδες ἐκαλεῖτο πᾶν ὅ,τι πρέπει τις νὰ κερδήσῃ, [[οἷον]] αἱ ἐπάλξεις (ὑπὸ τοῦ ἀναβαίνοντος τὸ [[τεῖχος]]), Σοφ. Ἀντ. 131· πρβλ. Λυκ. 286, Ὀππ. Κ. 1. 513. (II.0., ὡς τὸ [[βηλός]], ἐκ √ΒΑ (βαίνω).)
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> barrière;<br /><b>2</b> barrière <i>ou</i> borne marquant un point de départ <i>ou</i> d’arrivée, terme, but ; ἐπ’ ἄκρων βαλβίδων SOPH au sommet des créneaux (qui étaient le but de l’assaut) ; <i>fig.</i> βαλβὶς βίου EUR terme de la vie.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn., qui risque d’être emprunté.
}}
}}