3,276,932
edits
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βέομαι''': καὶ [[βείομαι]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον, [[μετὰ]] σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, [[οὔτι]] Διὸς [[βέομαι]] φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ [[βείομαι]] Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων [[βίος]], [[βιόω]]). | |lstext='''βέομαι''': καὶ [[βείομαι]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον, [[μετὰ]] σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, [[οὔτι]] Διὸς [[βέομαι]] φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ [[βείομαι]] Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων [[βίος]], [[βιόω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>par renforcement épq.</i> [[βείομαι]];<br /><i>prés. au sens d’un fut.</i><br />vivre.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[βίος]]. | |||
}} | }} |