3,277,055
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄφρουρος''': -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἄφρ. καὶ [[ἄοπλος]] Πλουτ. Δημήτρ. 32. 2) ὁ μὴ φρουρῶν, ἀπηλλαγμένος τοῦ καθήκοντος τοῦ φρουρεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18. | |lstext='''ἄφρουρος''': -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἄφρ. καὶ [[ἄοπλος]] Πλουτ. Δημήτρ. 32. 2) ὁ μὴ φρουρῶν, ἀπηλλαγμένος τοῦ καθήκοντος τοῦ φρουρεῖν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans garde du corps.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φρουρά]]. | |||
}} | }} |