Anonymous

βόθυνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βόθῡνος''': ὁ, = [[βόθρος]], Κρατῖν. Σεριφ. 7, Ξεν. Οἰκ. 19, 3, Λυσ. Ἀποσπ. 17 κ. ἀλλ. 2) βόθυνοι παρ’ Ἀριστοτ. Μετεωρ. 1. 5, [[εἶδος]] φωτεινῶν μετεώρων.
|lstext='''βόθῡνος''': ὁ, = [[βόθρος]], Κρατῖν. Σεριφ. 7, Ξεν. Οἰκ. 19, 3, Λυσ. Ἀποσπ. 17 κ. ἀλλ. 2) βόθυνοι παρ’ Ἀριστοτ. Μετεωρ. 1. 5, [[εἶδος]] φωτεινῶν μετεώρων.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> trou, fosse, citerne;<br /><b>2</b> <i>pl.</i> sorte de météores.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βόθρος]].
}}
}}