Anonymous

βαύκαλις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαύκᾰλις''': ἡ, [[ἀγγεῖον]] πρὸς ψύχρανσιν ὕδατος ἢ οἴνου, ἀλλαχοῦ καλούμενον [[ψυκτήρ]], Ἀνθ. Π. 11. 244· [[ὡσαύτως]] καύκαλις, Κοραῆ Ἰσοκρ. σ. 446. - Ἀλεξανδρ. [[λέξις]], ἴδε Ἀθήν. 784Β· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 31. 10.
|lstext='''βαύκᾰλις''': ἡ, [[ἀγγεῖον]] πρὸς ψύχρανσιν ὕδατος ἢ οἴνου, ἀλλαχοῦ καλούμενον [[ψυκτήρ]], Ἀνθ. Π. 11. 244· [[ὡσαύτως]] καύκαλις, Κοραῆ Ἰσοκρ. σ. 446. - Ἀλεξανδρ. [[λέξις]], ἴδε Ἀθήν. 784Β· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 31. 10.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br />vase à col long et étroit où l’on faisait rafraîchir l’eau <i>ou</i> le vin.<br />'''Étymologie:''' DELG [[βαυκαλάω]], par plaisanterie.<br /><i><b>Par.</b></i> [[ψυκτήρ]].
}}
}}