Anonymous

βόλιτον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βόλῐτον''': τό, ἤ βόλῐτος, ὁ [[κόπρος]] βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.
|lstext='''βόλῐτον''': τό, ἤ βόλῐτος, ὁ [[κόπρος]] βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fiente de vache, bouse.<br />'''Étymologie:''' att. c. [[βόλβιτον]].
}}
}}