Anonymous

αὐστηρότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐστηρότης''': -ητος, ἡ, [[τραχύτης]], [[δριμύτης]], οἴνου Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ἡ περὶ οἴνου αὐστ., ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[γλυκύτης]] Πλάτ. Θεαίτ. 178C. 2) μεταφ. [[τραχύτης]], [[χαλεπότης]], τοῦ [[γήρως]] ὁ αὐτ. Νόμ. 666Β, πρβλ. Δίωνα Κ. 56. 3.
|lstext='''αὐστηρότης''': -ητος, ἡ, [[τραχύτης]], [[δριμύτης]], οἴνου Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29· ἡ περὶ οἴνου αὐστ., ἀντιθέτως πρὸς τὸ [[γλυκύτης]] Πλάτ. Θεαίτ. 178C. 2) μεταφ. [[τραχύτης]], [[χαλεπότης]], τοῦ [[γήρως]] ὁ αὐτ. Νόμ. 666Β, πρβλ. Δίωνα Κ. 56. 3.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />sécheresse, âpreté, saveur âcre.<br />'''Étymologie:''' [[αὐστηρός]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[γλυκύτης]].
}}
}}