Anonymous

βεβαίωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βεβαίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐπικύρωσις]], β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ [[βεβαιότης]], Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε [[βεβαιόω]]. Ι. 3.
|lstext='''βεβαίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐπικύρωσις]], β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ [[βεβαιότης]], Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε [[βεβαιόω]]. Ι. 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de consolider, d’affermir;<br /><b>2</b> action de rendre assuré <i>ou</i> certain.<br />'''Étymologie:''' [[βεβαιόω]].
}}
}}