3,274,216
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βεβαίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐπικύρωσις]], β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ [[βεβαιότης]], Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε [[βεβαιόω]]. Ι. 3. | |lstext='''βεβαίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐπικύρωσις]], β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ [[βεβαιότης]], Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε [[βεβαιόω]]. Ι. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de consolider, d’affermir;<br /><b>2</b> action de rendre assuré <i>ou</i> certain.<br />'''Étymologie:''' [[βεβαιόω]]. | |||
}} | }} |