Anonymous

βοηδρόμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοηδρόμος''': -ον, (πρβλ. [[βοηθόος]]) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
|lstext='''βοηδρόμος''': -ον, (πρβλ. [[βοηθόος]]) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, [[ἐπίκουρος]], Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui accourt à l’aide ; secourable.<br />'''Étymologie:''' [[βοή]], [[δραμεῖν]].
}}
}}