3,274,216
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βεκκεσέληνος''': -ον, = [[ἀρχαῖος]], ὁ διά τὴν ἀρχαιότητα [[ἀνίκανος]], [[ἀνόητος]], [[βλάξ]], ὡς τὰ κρονικός, κρόνιος Ἀριστοφ. Νεφ. 398, πρβλ. Πλούτ. 2.881Α. (Ὁ Ἀριστοφάνης, φαίνεται, ἐδημιούργησε τήν λέξιν αἰνιττόμενος τὸ [[διήγημα]] περὶ τοῦ βέκος παρ’ Ἡροδ. 2.2. καὶ τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Ἀρκάδων ὅτι ἦσαν προσέληνοι). | |lstext='''βεκκεσέληνος''': -ον, = [[ἀρχαῖος]], ὁ διά τὴν ἀρχαιότητα [[ἀνίκανος]], [[ἀνόητος]], [[βλάξ]], ὡς τὰ κρονικός, κρόνιος Ἀριστοφ. Νεφ. 398, πρβλ. Πλούτ. 2.881Α. (Ὁ Ἀριστοφάνης, φαίνεται, ἐδημιούργησε τήν λέξιν αἰνιττόμενος τὸ [[διήγημα]] περὶ τοῦ βέκος παρ’ Ἡροδ. 2.2. καὶ τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Ἀρκάδων ὅτι ἦσαν προσέληνοι). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />primitif ; simple, niais.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue ; -σέληνος de [[σελήνη]]. | |||
}} | }} |