3,273,773
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βούλομαι''': (Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[βόλομαι]], ἴδε ἐν λ.), Ἰων. β΄ ἑνικ. βούλεαι Ὀδ. Σ. 364, Ἡρόδ.˙ παρατ. ἐβουλόμην Ἰλ. Λ. 79, Ἀττ.˙ παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ἡβουλόμην Εὐρ. Ἑλ. 752, Δημ., κτλ., Ἰων. γ΄ πληθ. ἐβουλέατο Ἡρόδ. 1. 4., 3. 143˙ -μέλλ. βουλήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 867, Σοφ., κτλ.˙ μεταγεν. μέλλ. βουληθήσομαι Ἀριστείδ., Γαλην.˙ -ἀόρ. ἐβουλήθην, [[ὡσαύτως]] Ἀττ. ἠβ-, βουληθεὶς Σοφ. Ο. Κ. 732, κτλ.˙ -πρκμ. βεβούλημαι Δημ. 226. 11˙ [[ὡσαύτως]] βέβουλα (προ-) Ἰλ. Α. 113˙ -λέγεται δὲ ὅτι οἱ [[μετὰ]] διπλῆς (διὰ τοῦ η) αὐξήσεως τύποι [[εἶναι]] ἀττικώτεροι˙ δὲν ἐπιβάλλονται ὑπὸ οὐδενὸς ποιητ. χωρίου, ἀλλ’ ἀπαντῶσι [[συχνάκις]] ἐν χφοις, ὡς ἠβούλοντο Θουκ. 2. 2., 6. 79, Δημ. 307. 4˙ πρβλ. [[μέλλω]]. ἐν ταῖς ἀττ. ἐπιγρ. ἀπὸ τ. 300 π. Χ. ἡ [[αὔξησις]] γίνεται διὰ τ. η, πρότερον διὰ τ. ε. (Ἐκ √ ΒΟΛ (πρβλ. [[βόλομαι]]) παράγονται [[ὡσαύτως]] [[βουλή]], [[βούλησις]], [[βουλεύω]], κτλ., πρβλ. Λατ. vol-o, vol-untas, ul-tro· Γοτθ. viljan (βούλεσθαι), Ἀγγλ. will, κτλ.˙ Σανσκρ. var, vrinômi (eligo), vratam (votum)). Ἐν νῷ ἔχω, ἐπιθυμῶ, ([[ἐθέλω]], =προθύμως, ἑκὼν ποιῶ τι), Ὅμ. κτλ.˙ Ἰλ. Ω. 226, Ὀδ. Ο. 21˙ λέξαι [[θέλω]] σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ [[βούλομαι]] Εὐρ. Ἀλκ. 281˙ ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸ [[βούλομαι]] ἀντὶ τοῦ [[ἐθέλω]] ἐπὶ τῶν θεῶν˙ [[διότι]] παρ’ αὐτοῖς τὸ ἐπιθυμῆσαι [[εἶναι]] θέλειν. Ἕπεται λοιπὸν ὅτι τὸ [[ἐθέλω]] [[εἶναι]] ἡ γενικωτέρα [[λέξις]], καὶ [[ἐνίοτε]] τίθεται [[ὅπου]] ἠδύνατο νὰ τεθῇ τὸ [[βούλομαι]], π. χ. ἐν Ἰλ. Η. 182. –Σύνταξ.˙ κατὰ τὸ πλεῖστον μ. ἀπαρ., Ὅμ., κτλ.˙ [[ἐνίοτε]] μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., Θέογν. 187˙ μ. αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀδ. Δ. 353, Ἰλ. Α. 117, καὶ [[συχν]]. παρὰ πεζοῖς˙ [[ὅταν]] τὸ [[βούλομαι]] ἀκολουθῆται ὑπὸ μόνης αἰτιατ., ἀπαρέμφατον δύναται συνήθως νὰ νοηθῇ, ὡς, καί κε τὸ βουλοίμην (ἐνν. γενέσθαι) Ὀδ. Υ. 316˙ ἔτυχεν ὦν ἐβούλετο (ἐνν. τυχεῖν) Ἀντιφ. Αἰολ. 1˙ πλακοῦντα β. (ἐνν. ἔχειν) ὁ αὐτ. Ἀφροδ. 1. 11˙ ἐκ τῆς συντάξεως ταύτης μετ’ ἀπαρ. ἔλαβεν ἀρχὴν ἡ Ὁμηρ. [[χρῆσις]] (ἐπὶ τῶν θεῶν). μ. αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., Τρώεσσιν ἐβούλετο νίκην, ἐπεθύμει νὰ νικήσωσιν οἱ Τρῶες, ἀπεφάσισεν, Ἰλ. Η. 21˙ πλῆρες, Τρώεσσιν ἐβούλετο [[κῦδος]] ὀρέξαι Λ. 79, πρβλ. Ψ. 682˙ οὕτω, καὶ εἰ [[μάλα]] βούλεται [[ἄλλῃ]] (ἐνν. τοῦτο γενέσθαι) Ο. 51˙ οὕτω, εἰς τὸ [[βαλανεῖον]] [[βούλομαι]] (ἰέναι) Ἀριστοφ. Βατρ. 1279˙ βουλοίμην ἂν (ἐνν. τὸδε γενέσθαι) Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α˙ -[[ὡσαύτως]], βουλόμενον τὴν πολιτείαν [[πλῆθος]], εὔνουν τῇ πολιτείᾳ, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 5. ΙΙ. Ἀττ. χρήσεις : 1) βούλει ἢ βούλεσθε, ἑπομένης ὐποτακτ. προσθέτει δύναμιν εἰς τὸ αὐθυπότακτον, βούλει λάβωμαι, θέλεις νὰ πιάσω, Σοφ. Φ. 762˙ βούλει φράσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 36, πρβλ. Valck. Ἱππ. 782, Heind. Φαίδων. 79 Α. 2) εἰ βούλει, [[εὐγενής]], [[φιλόφρων]] [[φράσις]], ὡς τὸ Λατ. sis (si vis), «ἂν ἀγαπᾷς», Σοφ. Ἀντ. 1168, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 41˙ [[ὡσαύτως]], εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, πρὸς δήλωσιν ὑποχωρήσεως ἢ =ἂν [[εἶναι]] ἀρεστόν, Λατ. sin mavis, vel etiam, Πλάτ. Συμπ. 201 Α, κτλ. 3) ὁ βουλόμενος, Λατ. quivis, ὁ πρῶτος θελήσας, Ἡρόδ. 1. 54, Θουκ. κ. ἀλλ.˙ ἔδωκε παντὶ τῷ βουλομένῳ Δημ. 528. 26˙ -οὕτω καὶ ὃς βούλει Πλάτ. Γοργ. 517Β˙ [[ὅστις]] βούλει ὁ αὐτ. Κρατ. 432 Α. 4) βουλομένῳ μοι ἐστι, nobis volentibus est, μετ’ ἀπαρ., =[[εἶναι]] σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν μου νὰ…, Θουκ. 2. 3˙ εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαί Πλάτ. Γοργ. 448D· πρβλ. ἄσμενος, [[ἀσπάσιος]]˙ -[[ἀλλά]], τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν’ ἔσται Εὐρ. Ι. Α. 33˙ τὸ κείνου βουλόμενον, τὴν ἐπιθυμίαν του, [[αὐτόθι]] 1270. 5) τί βουλόμενος; μὲ τίνα σκοπόν; Πλάτ. Φαίδων. 63 Α, Δημ. 285. 24˙ τί βουληθεὶς πάρει; Σοφ. Ἠλ. 1100. 6) ἐννοῶ, [[θέλω]] νὰ εἴπω τοῦτο καὶ τοῦτο (πρβλ. [[ἐθέλω]] 4-6), Πλάτ. Πολ. 590 Ε, κτλ.˙ εἰ βούλει ἀνδρὸς ἀρετὴν ὁ αὐτ. Μένων. 71 Ε˙ τί βούλεται [[εἶναι]]; quid sibi vult haec res? ὁ αύτ. Θεαιτ. 156C· -[[ἐντεῦθεν]], βούλεται [[εἶναι]], ἰσχυρίζεται, ἐπαγγέλλεται, προσποιεῖται ὅτι [[εἶναι]], ὡς τὸ μέλλει ἢ κινδυνεύει [[εἶναι]] ὁ αὐτ. Πολ. 595C, Κρατ. 412C, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ., τὸ ἑκούσιον βούλεται λέγεσθαι, οὐκ εἰ …, Ἠθ. Ν. 3. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 5., 4. 5, 3, κτλ.˙ ἰδίως ἐπὶ τάσεων, ἡ τοῦ ὕδατος [[φύσις]] β. [[εἶναι]] [[ἄχυμος]] π. Αἰσθ. 4, 4˙ β. ἤδη [[τότε]] [[εἶναι]] [[πόλις]], [[ὅταν]]…, Πολ. 2. 2, 8, πρβλ. 4. 8, 4. βούλεται δηλοῦν Διον. Ἁλ. Ρ. Α. 2, 12. ΙΙΙ. ἑπομένου τοῦ ἢ…, προτιμῶ, ἀντὶ τοῦ [[βούλομαι]] [[μᾶλλον]] ([[ὅπερ]] συχνότερον παρὰ πεζοῖς), καθ’ ὅσον πᾶσα ἐπιθυμία περιλαμβάνει προτίμησιν, βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι, ἢ ἀπολέσθαι, [[θέλω]] περισσότερον…, Ἰλ. Α. 117, πρβλ. Ψ. 594, Ὀδ. Β. 232, Λ. 489, Μ. 350˙ β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν . . ., ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Ἡρόδ. 3. 40˙ β. παρθενεύεσθαι [[πλέω]] χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι, [[ἔνθα]] τις θὰ περιέμενε πολὺν χρόνον, [[μᾶλλον]] ἢ…[[αὐτόθι]] 124˙ πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 351˙ -σπανιώτερον [[ἄνευ]] τοῦ ἢ…, πολὺ [[βούλομαι]] αὐτὴν [[οἴκοι]] ἔχειν, πολὺ προτιμῶ…, Ἰλ. Α. 112, πρβλ. Ὀδ. Ο. 88. Πρβλ. [[μάλα]] ΙΙ. 3. | |lstext='''βούλομαι''': (Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[βόλομαι]], ἴδε ἐν λ.), Ἰων. β΄ ἑνικ. βούλεαι Ὀδ. Σ. 364, Ἡρόδ.˙ παρατ. ἐβουλόμην Ἰλ. Λ. 79, Ἀττ.˙ παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ἡβουλόμην Εὐρ. Ἑλ. 752, Δημ., κτλ., Ἰων. γ΄ πληθ. ἐβουλέατο Ἡρόδ. 1. 4., 3. 143˙ -μέλλ. βουλήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 867, Σοφ., κτλ.˙ μεταγεν. μέλλ. βουληθήσομαι Ἀριστείδ., Γαλην.˙ -ἀόρ. ἐβουλήθην, [[ὡσαύτως]] Ἀττ. ἠβ-, βουληθεὶς Σοφ. Ο. Κ. 732, κτλ.˙ -πρκμ. βεβούλημαι Δημ. 226. 11˙ [[ὡσαύτως]] βέβουλα (προ-) Ἰλ. Α. 113˙ -λέγεται δὲ ὅτι οἱ [[μετὰ]] διπλῆς (διὰ τοῦ η) αὐξήσεως τύποι [[εἶναι]] ἀττικώτεροι˙ δὲν ἐπιβάλλονται ὑπὸ οὐδενὸς ποιητ. χωρίου, ἀλλ’ ἀπαντῶσι [[συχνάκις]] ἐν χφοις, ὡς ἠβούλοντο Θουκ. 2. 2., 6. 79, Δημ. 307. 4˙ πρβλ. [[μέλλω]]. ἐν ταῖς ἀττ. ἐπιγρ. ἀπὸ τ. 300 π. Χ. ἡ [[αὔξησις]] γίνεται διὰ τ. η, πρότερον διὰ τ. ε. (Ἐκ √ ΒΟΛ (πρβλ. [[βόλομαι]]) παράγονται [[ὡσαύτως]] [[βουλή]], [[βούλησις]], [[βουλεύω]], κτλ., πρβλ. Λατ. vol-o, vol-untas, ul-tro· Γοτθ. viljan (βούλεσθαι), Ἀγγλ. will, κτλ.˙ Σανσκρ. var, vrinômi (eligo), vratam (votum)). Ἐν νῷ ἔχω, ἐπιθυμῶ, ([[ἐθέλω]], =προθύμως, ἑκὼν ποιῶ τι), Ὅμ. κτλ.˙ Ἰλ. Ω. 226, Ὀδ. Ο. 21˙ λέξαι [[θέλω]] σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ [[βούλομαι]] Εὐρ. Ἀλκ. 281˙ ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸ [[βούλομαι]] ἀντὶ τοῦ [[ἐθέλω]] ἐπὶ τῶν θεῶν˙ [[διότι]] παρ’ αὐτοῖς τὸ ἐπιθυμῆσαι [[εἶναι]] θέλειν. Ἕπεται λοιπὸν ὅτι τὸ [[ἐθέλω]] [[εἶναι]] ἡ γενικωτέρα [[λέξις]], καὶ [[ἐνίοτε]] τίθεται [[ὅπου]] ἠδύνατο νὰ τεθῇ τὸ [[βούλομαι]], π. χ. ἐν Ἰλ. Η. 182. –Σύνταξ.˙ κατὰ τὸ πλεῖστον μ. ἀπαρ., Ὅμ., κτλ.˙ [[ἐνίοτε]] μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., Θέογν. 187˙ μ. αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀδ. Δ. 353, Ἰλ. Α. 117, καὶ [[συχν]]. παρὰ πεζοῖς˙ [[ὅταν]] τὸ [[βούλομαι]] ἀκολουθῆται ὑπὸ μόνης αἰτιατ., ἀπαρέμφατον δύναται συνήθως νὰ νοηθῇ, ὡς, καί κε τὸ βουλοίμην (ἐνν. γενέσθαι) Ὀδ. Υ. 316˙ ἔτυχεν ὦν ἐβούλετο (ἐνν. τυχεῖν) Ἀντιφ. Αἰολ. 1˙ πλακοῦντα β. (ἐνν. ἔχειν) ὁ αὐτ. Ἀφροδ. 1. 11˙ ἐκ τῆς συντάξεως ταύτης μετ’ ἀπαρ. ἔλαβεν ἀρχὴν ἡ Ὁμηρ. [[χρῆσις]] (ἐπὶ τῶν θεῶν). μ. αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., Τρώεσσιν ἐβούλετο νίκην, ἐπεθύμει νὰ νικήσωσιν οἱ Τρῶες, ἀπεφάσισεν, Ἰλ. Η. 21˙ πλῆρες, Τρώεσσιν ἐβούλετο [[κῦδος]] ὀρέξαι Λ. 79, πρβλ. Ψ. 682˙ οὕτω, καὶ εἰ [[μάλα]] βούλεται [[ἄλλῃ]] (ἐνν. τοῦτο γενέσθαι) Ο. 51˙ οὕτω, εἰς τὸ [[βαλανεῖον]] [[βούλομαι]] (ἰέναι) Ἀριστοφ. Βατρ. 1279˙ βουλοίμην ἂν (ἐνν. τὸδε γενέσθαι) Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α˙ -[[ὡσαύτως]], βουλόμενον τὴν πολιτείαν [[πλῆθος]], εὔνουν τῇ πολιτείᾳ, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 5. ΙΙ. Ἀττ. χρήσεις : 1) βούλει ἢ βούλεσθε, ἑπομένης ὐποτακτ. προσθέτει δύναμιν εἰς τὸ αὐθυπότακτον, βούλει λάβωμαι, θέλεις νὰ πιάσω, Σοφ. Φ. 762˙ βούλει φράσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 36, πρβλ. Valck. Ἱππ. 782, Heind. Φαίδων. 79 Α. 2) εἰ βούλει, [[εὐγενής]], [[φιλόφρων]] [[φράσις]], ὡς τὸ Λατ. sis (si vis), «ἂν ἀγαπᾷς», Σοφ. Ἀντ. 1168, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 41˙ [[ὡσαύτως]], εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, πρὸς δήλωσιν ὑποχωρήσεως ἢ =ἂν [[εἶναι]] ἀρεστόν, Λατ. sin mavis, vel etiam, Πλάτ. Συμπ. 201 Α, κτλ. 3) ὁ βουλόμενος, Λατ. quivis, ὁ πρῶτος θελήσας, Ἡρόδ. 1. 54, Θουκ. κ. ἀλλ.˙ ἔδωκε παντὶ τῷ βουλομένῳ Δημ. 528. 26˙ -οὕτω καὶ ὃς βούλει Πλάτ. Γοργ. 517Β˙ [[ὅστις]] βούλει ὁ αὐτ. Κρατ. 432 Α. 4) βουλομένῳ μοι ἐστι, nobis volentibus est, μετ’ ἀπαρ., =[[εἶναι]] σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν μου νὰ…, Θουκ. 2. 3˙ εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαί Πλάτ. Γοργ. 448D· πρβλ. ἄσμενος, [[ἀσπάσιος]]˙ -[[ἀλλά]], τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν’ ἔσται Εὐρ. Ι. Α. 33˙ τὸ κείνου βουλόμενον, τὴν ἐπιθυμίαν του, [[αὐτόθι]] 1270. 5) τί βουλόμενος; μὲ τίνα σκοπόν; Πλάτ. Φαίδων. 63 Α, Δημ. 285. 24˙ τί βουληθεὶς πάρει; Σοφ. Ἠλ. 1100. 6) ἐννοῶ, [[θέλω]] νὰ εἴπω τοῦτο καὶ τοῦτο (πρβλ. [[ἐθέλω]] 4-6), Πλάτ. Πολ. 590 Ε, κτλ.˙ εἰ βούλει ἀνδρὸς ἀρετὴν ὁ αὐτ. Μένων. 71 Ε˙ τί βούλεται [[εἶναι]]; quid sibi vult haec res? ὁ αύτ. Θεαιτ. 156C· -[[ἐντεῦθεν]], βούλεται [[εἶναι]], ἰσχυρίζεται, ἐπαγγέλλεται, προσποιεῖται ὅτι [[εἶναι]], ὡς τὸ μέλλει ἢ κινδυνεύει [[εἶναι]] ὁ αὐτ. Πολ. 595C, Κρατ. 412C, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ., τὸ ἑκούσιον βούλεται λέγεσθαι, οὐκ εἰ …, Ἠθ. Ν. 3. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 5., 4. 5, 3, κτλ.˙ ἰδίως ἐπὶ τάσεων, ἡ τοῦ ὕδατος [[φύσις]] β. [[εἶναι]] [[ἄχυμος]] π. Αἰσθ. 4, 4˙ β. ἤδη [[τότε]] [[εἶναι]] [[πόλις]], [[ὅταν]]…, Πολ. 2. 2, 8, πρβλ. 4. 8, 4. βούλεται δηλοῦν Διον. Ἁλ. Ρ. Α. 2, 12. ΙΙΙ. ἑπομένου τοῦ ἢ…, προτιμῶ, ἀντὶ τοῦ [[βούλομαι]] [[μᾶλλον]] ([[ὅπερ]] συχνότερον παρὰ πεζοῖς), καθ’ ὅσον πᾶσα ἐπιθυμία περιλαμβάνει προτίμησιν, βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι, ἢ ἀπολέσθαι, [[θέλω]] περισσότερον…, Ἰλ. Α. 117, πρβλ. Ψ. 594, Ὀδ. Β. 232, Λ. 489, Μ. 350˙ β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν . . ., ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Ἡρόδ. 3. 40˙ β. παρθενεύεσθαι [[πλέω]] χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι, [[ἔνθα]] τις θὰ περιέμενε πολὺν χρόνον, [[μᾶλλον]] ἢ…[[αὐτόθι]] 124˙ πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 351˙ -σπανιώτερον [[ἄνευ]] τοῦ ἢ…, πολὺ [[βούλομαι]] αὐτὴν [[οἴκοι]] ἔχειν, πολὺ προτιμῶ…, Ἰλ. Α. 112, πρβλ. Ὀδ. Ο. 88. Πρβλ. [[μάλα]] ΙΙ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐβουλόμην <i>ou</i> [[ἠβουλόμην]], <i>f.</i> βουλήσομαι, <i>ao.</i> [[ἐβουλήθην]] <i>ou</i> [[ἠβουλήθην]], <i>pf.</i> βεβούλημαι;<br /><b>I.</b> vouloir (<i>en gén. et plutôt au sens de désirer, p. opp. à</i> [[θέλω]], <i>qui semble marquer plutôt l’idée de vouloir proprement dite</i>);<br /><b>1</b> vouloir : Τρώεσσιν νίκην IL la victoire pour les Troyens ; β. Τρώεσσιν [[κῦδος]] ὀρέξαι IL vouloir procurer de la gloire aux Troyens ; [[εἰ]] [[βόλεσθε]] <i>épq.</i> αὐτὸν [[ζώειν]] OD si vous voulez qu’il vive ; βούλεσθαι… [[μᾶλλον]] ἤ, vouloir… plutôt que, préférer, aimer mieux ; [[βούλομαι]] παρθενεύεσθαι [[πλέω]] χρόνον ἢ πατρὸς ἐστέρησθαι HDT je préfère rester fille longtemps encore, plutôt que d’être privée de mon père ; βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον [[ἔμμεναι]] ἢ ἀπολέσθαι IL je préfère voir mon peuple sauvé plutôt que perdu ; ολὺ [[βούλομαι]] αὐτὴν [[οἴκοι]] ἔχειν IL je préfère la garder chez moi ; <i>abs.</i> avoir une préférence pour, incliner vers, préférer : β. τὰ Συρακοσίων THC se déclarer en faveur des Syracusains;<br /><b>2</b> désirer, souhaiter : [[τι]] qch ; [[βούλει]] ἀναγνῶμεν ; PLAT veux-tu que nous lisions ? [[ἄλλῃ]] βούλεσθαι IL souhaiter que qch arrive autrement ; τό τινος βουλόμενον EUR la faculté de vouloir, la volonté de qqn ; ὁ βούλομενος, le premier venu, <i>litt.</i> celui qui le désire, à qui cela convient ; [[τί]] βούλομενος ; PLAT, [[τί]] βουληθείς ; SOPH dans quelle intention ? <i>litt.</i> voulant <i>ou</i> ayant voulu quoi ?;<br /><b>3</b> avoir l’intention de, montrer une tendance à : βούλεται [[εἶναι]] PLAT il a la prétention d’être, il a une tendance à être, il n’est pas éloigné d’être ; signifier, vouloir dire : [[τί]] [[ἡμῖν]] βούλεται [[τοῦτο]] ; PLAT que nous veut cela ? qu’est-ce que cela signifie ? (<i>cf. lat.</i> quid sibi vult haec res ?);<br /><b>II.</b> vouloir bien, consentir à : [[βούλει]] λάβωμαι ; SOPH veux-tu que je prenne ? [[εἰ]] [[βούλει]] SOPH si tu veux bien, s’il te plaît (<i>cf. lat.</i> sis = si vis).<br />'''Étymologie:''' R. Ϝολ <i>ou</i> Ϝελ, vouloir, désirer ; cf. <i>lat.</i> volo et velle. | |||
}} | }} |