Anonymous

βήξ: Difference between revisions

From LSJ
105 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βήξ''': βηχός, ([[βήσσω]]) κ. βήχας· τὸ γένος ἀβέβαιον ἐν Ἱππ. Προγν. 41, Ἀφ. 1247· ἀρσεν. παρὰ Θουκ. 2. 49· θηλ. παρὰ Φρυν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἀριστ. Ψυχ. 2. 8, 11, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 3.
|lstext='''βήξ''': βηχός, ([[βήσσω]]) κ. βήχας· τὸ γένος ἀβέβαιον ἐν Ἱππ. Προγν. 41, Ἀφ. 1247· ἀρσεν. παρὰ Θουκ. 2. 49· θηλ. παρὰ Φρυν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἀριστ. Ψυχ. 2. 8, 11, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 18, 3.
}}
{{bailly
|btext=βηχός (ἡ <i>ou</i> ὁ)<br />toux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βήσσω]].
}}
}}