Anonymous

βούνομος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βούνομος''': -ον, βοσκόμενος ὑπὸ βοῶν ἐπὶ νομῶν, λειμώνων πρὸς νομὴν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 243, Σοφ. Ἠλ. 181˙ [[ἀλλά]], 2) ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.) ἀγέλαι βοσκομένων βοῶν, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 26.
|lstext='''βούνομος''': -ον, βοσκόμενος ὑπὸ βοῶν ἐπὶ νομῶν, λειμώνων πρὸς νομὴν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 243, Σοφ. Ἠλ. 181˙ [[ἀλλά]], 2) ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.) ἀγέλαι βοσκομένων βοῶν, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 26.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où paissent les bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[νέμω]].
}}
}}