3,273,773
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γάγγραινα''': ἡ, ([[γράω]]) πληγὴ ἢ [[ἀπόστημα]] διαβρωτικόν, φέρον σῆψιν καὶ εἰς τὰ [[πέριξ]] μέρη, [[ὅπερ]] καταλῆγον εἰς νέκρωσιν ὀνομάζεται [[σφάκελος]], Γαλην., πρβλ. Πλούτ. 2.65D. | |lstext='''γάγγραινα''': ἡ, ([[γράω]]) πληγὴ ἢ [[ἀπόστημα]] διαβρωτικόν, φέρον σῆψιν καὶ εἰς τὰ [[πέριξ]] μέρη, [[ὅπερ]] καταλῆγον εἰς νέκρωσιν ὀνομάζεται [[σφάκελος]], Γαλην., πρβλ. Πλούτ. 2.65D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />gangrène.<br />'''Étymologie:''' [[γράω]]. | |||
}} | }} |