Anonymous

βολιστικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βολιστικός''': -ή, -όν, ([[βόλος]]) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ εἰς τὸ ῥιπτόμενον [[δίκτυον]] (τὸν «πεζόβολον»), Πλούτ. 2. 977Ε.
|lstext='''βολιστικός''': -ή, -όν, ([[βόλος]]) ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ εἰς τὸ ῥιπτόμενον [[δίκτυον]] (τὸν «πεζόβολον»), Πλούτ. 2. 977Ε.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec un filet.<br />'''Étymologie:''' [[βολίς]].
}}
}}