Anonymous

βλάστημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλάστημα''': τό, = [[βλάστη]] Ι., κισσίνοις βλ. Εὐρ. Βάκχ. 177, πρβλ. Ἰσοκρ. 13Β, Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 1, 9. <br />ΙΙ. μεταφ., γέννημα, [[τέκνον]], μητρὸς βλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 533· τέκνων γλυκερὸν βλ. Εὐρ. Μηδ. 1099, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. Κύκλ. 206. ΙΙΙ. [[ἐξάνθημα]] τοῦ δέρματος, Ἀρεταῖος.
|lstext='''βλάστημα''': τό, = [[βλάστη]] Ι., κισσίνοις βλ. Εὐρ. Βάκχ. 177, πρβλ. Ἰσοκρ. 13Β, Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 1, 9. <br />ΙΙ. μεταφ., γέννημα, [[τέκνον]], μητρὸς βλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 533· τέκνων γλυκερὸν βλ. Εὐρ. Μηδ. 1099, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. Κύκλ. 206. ΙΙΙ. [[ἐξάνθημα]] τοῦ δέρματος, Ἀρεταῖος.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />rejeton, enfant.<br />'''Étymologie:''' [[βλαστάνω]].
}}
}}