Anonymous

βοήθεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοήθεια''': ἡ, [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]], [[προστασία]], Θουκ. κ. ἄλλ. · β. τῷ λόγῳ [[πρός]] τινα Πλάτ. Παρμ. 128C · ἡ [[ὑπὲρ]] τῶν δικαίων β. Δημ. 1287. 27 · βοήθειαν ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. περὶ Ζ. Μ. 2. 5, 4, πρβλ. 2. 7, 2 · πληθ. ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 5, 17, κτλ. 2) ἰατρικὴ [[βοήθεια]], [[θεραπεία]], Πλούτ. Ἀλεξ. 19. ΙΙ. = βοηθοί, ἐπίκουροι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 20 · νεῶν [[βοήθεια]] Θουκ. 4. 8 · ἰδίως ἐπὶ ἐκτάκτου βοηθείας, [[οἷον]] διὰ μισθοφόρων κ. τ. τ., κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διαρκῆ δύναμιν (παρασκευὴ [[συνεχής]]), Δημ. 49. 1.
|lstext='''βοήθεια''': ἡ, [[βοήθεια]], [[ἐπικουρία]], [[προστασία]], Θουκ. κ. ἄλλ. · β. τῷ λόγῳ [[πρός]] τινα Πλάτ. Παρμ. 128C · ἡ [[ὑπὲρ]] τῶν δικαίων β. Δημ. 1287. 27 · βοήθειαν ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. περὶ Ζ. Μ. 2. 5, 4, πρβλ. 2. 7, 2 · πληθ. ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 5, 17, κτλ. 2) ἰατρικὴ [[βοήθεια]], [[θεραπεία]], Πλούτ. Ἀλεξ. 19. ΙΙ. = βοηθοί, ἐπίκουροι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 20 · νεῶν [[βοήθεια]] Θουκ. 4. 8 · ἰδίως ἐπὶ ἐκτάκτου βοηθείας, [[οἷον]] διὰ μισθοφόρων κ. τ. τ., κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διαρκῆ δύναμιν (παρασκευὴ [[συνεχής]]), Δημ. 49. 1.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> secours ; <i>particul.</i> secours médical, soins de médecin;<br /><b>2</b> expédition de secours, troupe de secours, troupe auxiliaire.<br />'''Étymologie:''' [[βοηθέω]].
}}
}}