3,274,216
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βιωτός''': -όν, ([[βιόω]]) ὡς τὸ [[βιώσιμος]], ὃν δύναταί τις νὰ ζήσῃ, [[ἄξιος]] ζωῆς, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, ἐμοίγ’ ὁ μέλλων [[βίος]] οὐ βιωτὸς Σοφ. Ο. Κ. 1692, Ἀριστοφ. Πλ. 197, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α· οὐ βιωτὸν οὐδ’ ἀνασχετὸν Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 10· οὐκ ἦν μοι βιωτὸν τοῦτο ποιήσαντι Δημ. 554. 5· ― [[ἄνευ]] ἀρνήσ., μετ’ ἐκείνου ἄρα ἡμῖν βιωτόν, πρέπει νὰ ζήσωμεν, Πλάτ. Κρίτων. 47Ε· πρβλ. [[ἀβίωτος]]. | |lstext='''βιωτός''': -όν, ([[βιόω]]) ὡς τὸ [[βιώσιμος]], ὃν δύναταί τις νὰ ζήσῃ, [[ἄξιος]] ζωῆς, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, ἐμοίγ’ ὁ μέλλων [[βίος]] οὐ βιωτὸς Σοφ. Ο. Κ. 1692, Ἀριστοφ. Πλ. 197, Πλάτ. Ἀπολ. 38Α· οὐ βιωτὸν οὐδ’ ἀνασχετὸν Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 10· οὐκ ἦν μοι βιωτὸν τοῦτο ποιήσαντι Δημ. 554. 5· ― [[ἄνευ]] ἀρνήσ., μετ’ ἐκείνου ἄρα ἡμῖν βιωτόν, πρέπει νὰ ζήσωμεν, Πλάτ. Κρίτων. 47Ε· πρβλ. [[ἀβίωτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />(vie) qu’il faut vivre <i>ou</i> qu’on peut vivre ; [[βίος]] [[οὐ]] [[βιωτός]] SOPH vie qu’on ne peut vivre, vie intolérable.<br />'''Étymologie:''' [[βιόω]]. | |||
}} | }} |