Anonymous

γενειάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενειάς''': -άδος, ἡ, ([[γένειον]]) [[γένειον]], [[πώγων]], κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ [[γένειον]] (πληθ. ἀντὶ ἑνικ.) Ὀδ. ΙΙ. 176· δάσκιον γενειάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 316, πρβλ. Σοφ. Τρ. 13· [[πρός]] σε τὴν γενειάδα… [[ἄντομαι]] Εὐρ. Ἱκέτ. 277· πρβλ. [[γένειον]]. 2) κατὰ πληθ., τὰ πλάγια τοῦ στόματος, γνάθοι, παρειαί, Εὐρ. Ἴωνι 1460, Φοιν. 1381, Ι. Τ. 1366. ΙΙ) δεσμὸς διὰ τὴν [[κάτω]] σιαγόνα, Γαλην. 12, 476, 480.
|lstext='''γενειάς''': -άδος, ἡ, ([[γένειον]]) [[γένειον]], [[πώγων]], κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ [[γένειον]] (πληθ. ἀντὶ ἑνικ.) Ὀδ. ΙΙ. 176· δάσκιον γενειάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 316, πρβλ. Σοφ. Τρ. 13· [[πρός]] σε τὴν γενειάδα… [[ἄντομαι]] Εὐρ. Ἱκέτ. 277· πρβλ. [[γένειον]]. 2) κατὰ πληθ., τὰ πλάγια τοῦ στόματος, γνάθοι, παρειαί, Εὐρ. Ἴωνι 1460, Φοιν. 1381, Ι. Τ. 1366. ΙΙ) δεσμὸς διὰ τὴν [[κάτω]] σιαγόνα, Γαλην. 12, 476, 480.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> barbe;<br /><b>2</b> joue.<br />'''Étymologie:''' [[γένειον]].
}}
}}