3,274,125
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενειάς''': -άδος, ἡ, ([[γένειον]]) [[γένειον]], [[πώγων]], κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ [[γένειον]] (πληθ. ἀντὶ ἑνικ.) Ὀδ. ΙΙ. 176· δάσκιον γενειάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 316, πρβλ. Σοφ. Τρ. 13· [[πρός]] σε τὴν γενειάδα… [[ἄντομαι]] Εὐρ. Ἱκέτ. 277· πρβλ. [[γένειον]]. 2) κατὰ πληθ., τὰ πλάγια τοῦ στόματος, γνάθοι, παρειαί, Εὐρ. Ἴωνι 1460, Φοιν. 1381, Ι. Τ. 1366. ΙΙ) δεσμὸς διὰ τὴν [[κάτω]] σιαγόνα, Γαλην. 12, 476, 480. | |lstext='''γενειάς''': -άδος, ἡ, ([[γένειον]]) [[γένειον]], [[πώγων]], κυάνεαι… γενειάδες ἀμφὶ [[γένειον]] (πληθ. ἀντὶ ἑνικ.) Ὀδ. ΙΙ. 176· δάσκιον γενειάδα Αἰσχύλ. Πέρσ. 316, πρβλ. Σοφ. Τρ. 13· [[πρός]] σε τὴν γενειάδα… [[ἄντομαι]] Εὐρ. Ἱκέτ. 277· πρβλ. [[γένειον]]. 2) κατὰ πληθ., τὰ πλάγια τοῦ στόματος, γνάθοι, παρειαί, Εὐρ. Ἴωνι 1460, Φοιν. 1381, Ι. Τ. 1366. ΙΙ) δεσμὸς διὰ τὴν [[κάτω]] σιαγόνα, Γαλην. 12, 476, 480. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> barbe;<br /><b>2</b> joue.<br />'''Étymologie:''' [[γένειον]]. | |||
}} | }} |