Anonymous

βλακώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλᾱκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πρὸς βραδύν, νωθρὸν ὁμοιάζων, [[νωθρός]], Ξεν. Ἱππ. 9, 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ὀκνηρῶς, νωθρῶς· συγκρ. -δέστερον [[Πολυδ]]. Γ΄, 123.
|lstext='''βλᾱκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πρὸς βραδύν, νωθρὸν ὁμοιάζων, [[νωθρός]], Ξεν. Ἱππ. 9, 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ὀκνηρῶς, νωθρῶς· συγκρ. -δέστερον [[Πολυδ]]. Γ΄, 123.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />mou, indolent, lâche.<br />'''Étymologie:''' [[βλάξ]], -ωδης.
}}
}}