3,277,114
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γενεά''': ᾶς, Ἰων. γενεή, ῆς, ἡ, ἐπ. δοτ. γενεῆφι (γενέσθαι). Ι. ἐπὶ τῶν προσώπων οἰκογενείας τινός, 1) [[γενεά]], οἰκογένεια, Πριάμου γ. Ἰλ. Υ. 306, πρβλ. Ὀδ. Α. 222., Π. 117· γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Ο. 141· [[ἴδμεν]]… γενεήν, [[ἴδμεν]] δὲ τοκῆας Υ. 203, πρβλ. 214 Ζ. 145, 151, κτλ.· γενεῇ [[ὑπέρτερος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ πρεσβύτερος, Λ. 786· ταύτης [[εἶναι]] γενεῆς καὶ αἵματος, ἐκ ταύτης τῆς οἰκογενείας καὶ τοῦ αἵματος, Ζ. 211· ἐκ γενεῆς, κατὰ τὴν καταγωγήν του, Κ. 68· γενεῇ, δικαιώματι καταγωγῆς, Ὀδ. Α. 387· γενεὴν Αἰτωλός, ὡς πρὸς τὴν καταγωγήν, Ἰλ. Ψ. 471· γενεὴν εἶναί τινος Φ. 187· γενεῇ [[ὑπέρτερος]], τὴν καταγωγὴν [[ἀνώτερος]], Λ. 785· γενεὴ ἔκ τινος, καταγωγὴ ἀπὸ τινος…, Φ. 157·- ἐπὶ ἵππων, ἡ [[καταγωγή]] των, τὸ γένος των, Ε. 265, 268· - [[καθόλου]], γενεήν, κατὰ τὸ [[εἶδος]], Ἡρόδ. 2. 134·- ἐκ τῆς ἐννοίας ταύτης τῆς καταγωγῆς ἢ οἰκογενείας μεταβαίνει ἡ [[λέξις]] εἰς τὴν τῆς φυλῆς, τοῦ ἔθνους, Περσῶν γ., Τυρρηνῶν γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 912, Ἀποσπ. 448·- σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Πλάτ. Σοφ. 268D, Φίλ. 66Β· τίς ὢν γενεάν; Ξεν. Κύρ. 1. 1, 6. 2) [[γενεά]], [[γένεσις]], ἀνθρωπίνη [[ἡλικία]], οἵηπερ φύλλων γενεὴ τοιήδε καὶ ἀνδρῶν Ἰλ. Ζ. 146· δύο γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων Α. 250, κτλ.· [[τρεῖς]] γενεαὶ ἀπετέλουν ἑκατὸν ἔτη, Ἡρόδ. 2. 142, πρβλ. Θουκ. 1, 14·- [[ὡσαύτως]], [[ἐποχή]], γ. ἀνθρωπηΐη, ἡ ἱστορικὴ [[ἐποχή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν μυθικήν, Ἡρόδ. 3. 122. 3) γέννημα, τέκνα, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86· καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, Τυροῦς γ. (δηλ. ὁ Πελίας) Πίνδ. II. 4. 242, πρβλ. Ι. 8 (7). 143, Σοφ. Αἴ. 190· καὶ [[οὕτως]] [[ἴσως]] ἐν Ἰλ. Φ. 191· πρβλ. γένος ΙΙ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου ἢ τόπου σχετιζομένου πρὸς τὴν γέννησιν, 1) [[πατρίς]], ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐγεννήθη τις, γ. ἐπὶ λίμνῃ Γυγαίῃ Ἰλ. Υ. 390· ἐπὶ τοῦ φωλεοῦ ἀετοῦ, Ὀδ. Ο. 175. 2) [[ἡλικία]], [[χρόνος]] τῆς ζωῆς, ἰδίως ἐν ταῖς φράσεσι γενεῇ [[νεώτατος]], πρεσβύτατος, προγενέστερος, [[ὁπλότερος]], [[νεώτατος]], πρεσβύτατος κτλ. κατὰ τὴν ἡλικίαν, ἢ ἐκ γεννήσεως, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐν Ἰλ. 3) ὁ [[χρόνος]] τῆς γεννήσεως, μεθ’ Ὅμ.· ἐκ γενεῆς (Ὅμ. ἐκ γενετῆς) Ἡρόδ. 3. 33., 4. 23· ἀπὸ γ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8. | |lstext='''γενεά''': ᾶς, Ἰων. γενεή, ῆς, ἡ, ἐπ. δοτ. γενεῆφι (γενέσθαι). Ι. ἐπὶ τῶν προσώπων οἰκογενείας τινός, 1) [[γενεά]], οἰκογένεια, Πριάμου γ. Ἰλ. Υ. 306, πρβλ. Ὀδ. Α. 222., Π. 117· γενεήν τε τόκον τε Ἰλ. Ο. 141· [[ἴδμεν]]… γενεήν, [[ἴδμεν]] δὲ τοκῆας Υ. 203, πρβλ. 214 Ζ. 145, 151, κτλ.· γενεῇ [[ὑπέρτερος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ πρεσβύτερος, Λ. 786· ταύτης [[εἶναι]] γενεῆς καὶ αἵματος, ἐκ ταύτης τῆς οἰκογενείας καὶ τοῦ αἵματος, Ζ. 211· ἐκ γενεῆς, κατὰ τὴν καταγωγήν του, Κ. 68· γενεῇ, δικαιώματι καταγωγῆς, Ὀδ. Α. 387· γενεὴν Αἰτωλός, ὡς πρὸς τὴν καταγωγήν, Ἰλ. Ψ. 471· γενεὴν εἶναί τινος Φ. 187· γενεῇ [[ὑπέρτερος]], τὴν καταγωγὴν [[ἀνώτερος]], Λ. 785· γενεὴ ἔκ τινος, καταγωγὴ ἀπὸ τινος…, Φ. 157·- ἐπὶ ἵππων, ἡ [[καταγωγή]] των, τὸ γένος των, Ε. 265, 268· - [[καθόλου]], γενεήν, κατὰ τὸ [[εἶδος]], Ἡρόδ. 2. 134·- ἐκ τῆς ἐννοίας ταύτης τῆς καταγωγῆς ἢ οἰκογενείας μεταβαίνει ἡ [[λέξις]] εἰς τὴν τῆς φυλῆς, τοῦ ἔθνους, Περσῶν γ., Τυρρηνῶν γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 912, Ἀποσπ. 448·- σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Πλάτ. Σοφ. 268D, Φίλ. 66Β· τίς ὢν γενεάν; Ξεν. Κύρ. 1. 1, 6. 2) [[γενεά]], [[γένεσις]], ἀνθρωπίνη [[ἡλικία]], οἵηπερ φύλλων γενεὴ τοιήδε καὶ ἀνδρῶν Ἰλ. Ζ. 146· δύο γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων Α. 250, κτλ.· [[τρεῖς]] γενεαὶ ἀπετέλουν ἑκατὸν ἔτη, Ἡρόδ. 2. 142, πρβλ. Θουκ. 1, 14·- [[ὡσαύτως]], [[ἐποχή]], γ. ἀνθρωπηΐη, ἡ ἱστορικὴ [[ἐποχή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν μυθικήν, Ἡρόδ. 3. 122. 3) γέννημα, τέκνα, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86· καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον προσώπου, Τυροῦς γ. (δηλ. ὁ Πελίας) Πίνδ. II. 4. 242, πρβλ. Ι. 8 (7). 143, Σοφ. Αἴ. 190· καὶ [[οὕτως]] [[ἴσως]] ἐν Ἰλ. Φ. 191· πρβλ. γένος ΙΙ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου ἢ τόπου σχετιζομένου πρὸς τὴν γέννησιν, 1) [[πατρίς]], ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐγεννήθη τις, γ. ἐπὶ λίμνῃ Γυγαίῃ Ἰλ. Υ. 390· ἐπὶ τοῦ φωλεοῦ ἀετοῦ, Ὀδ. Ο. 175. 2) [[ἡλικία]], [[χρόνος]] τῆς ζωῆς, ἰδίως ἐν ταῖς φράσεσι γενεῇ [[νεώτατος]], πρεσβύτατος, προγενέστερος, [[ὁπλότερος]], [[νεώτατος]], πρεσβύτατος κτλ. κατὰ τὴν ἡλικίαν, ἢ ἐκ γεννήσεως, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐν Ἰλ. 3) ὁ [[χρόνος]] τῆς γεννήσεως, μεθ’ Ὅμ.· ἐκ γενεῆς (Ὅμ. ἐκ γενετῆς) Ἡρόδ. 3. 33., 4. 23· ἀπὸ γ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>A.</b> ce qui est engendré :<br /><b>I.</b> <i>avec idée de qualité</i> genre, espèce : γενεὴ <i>(ion.)</i> φύλλων IL l’espèce des feuilles, <i>p. opp. à</i> γενεὰ [[ἀνδρῶν]], l’espèce des hommes;<br /><b>II.</b> <i>avec idée de durée et de succession</i>;<br /><b>1</b> génération : [[δύο]] γενεαὶ ἀνθρώπων IL deux générations <i>ou</i> âges d’hommes ; [[ἐς]] δεκάτην γενεήν OD jusqu’à la dixième génération ; πολλαῖς γενεαῖς THC après de nombreuses générations;<br /><b>2</b> âge <i>ou</i> période (de l’histoire) ; γενεὰ [[ἀνθρωπηΐη]] HDT l’âge de l’humanité, les temps historiques, <i>p. opp. aux âges héroïques ou mythiques</i>;<br /><b>III.</b> <i>avec idée de descendance ou d’origine</i>;<br /><b>1</b> <i>en parl. de la parenté</i> race, famille, <i>d’ord. en parl. des ancêtres ou des parents immédiats</i> : ἐμοὶ γενεὴ [[ἐξ]] Ἀξιοῦ IL je descends, par ma famille, d’Axios ; γενεὰ Πριάμοιο IL la famille de Priam ; γενεήν τινος [[εἶναι]] IL être de la race <i>ou</i> de la famille de qqn ; γενεῇ OD par droit de famille, par droit de naissance ; -- <i>qqf en parl. des descendants, de la postérité, ou d’une seule pers.</i> rejeton, descendant;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la nationalité</i> race, nation, tribu, peuple : Αἰτωλὸς γενεήν IL Étolien d’origine ; Περσῶν [[γενεά]] ESCHL la race des Perses;<br /><b>B.</b> naissance, <i>d’où</i><br /><b>1</b> temps de la naissance : [[ἐκ]] γενεῆς HDT, ἀπὸ γενεᾶς XÉN depuis la naissance ; âge : γενεῇ <i>ou</i> [[γενεῆφι]] [[ὁπλότερος]] IL <i>ou</i> [[νεώτερος]] IL postérieur par la naissance, plus jeune ; [[ὁπλότατος]] IL <i>ou</i> [[νεώτατος]] IL le plus jeune ; [[πρότερος]] IL plus âgé, aîné;<br /><b>2</b> lieu de la naissance : γενεὰ [[δέ]] [[τοι]] ἐπὶ λίμνῃ Γυγαίῃ IL c’est au bord du lac Gygæé qu’est le lieu de ta naissance.<br />'''Étymologie:''' pour *γενεσjή, de la R. Γεν, v. [[γίγνομαι]] et [[γένος]]. | |||
}} | }} |