Anonymous

βράγχιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βράγχιον''': τό, [[πτερύγιον]]. [[πτέρωμα]] βραγχίου Αἰλ. Ζ. Ι. 16. 12, πρβλ. Ἀρίωνα [[αὐτόθι]] 12. 45 (σ. 566 Bgk.) ΙΙ. κατὰ πληθ. Λατ. branchiae, τὰ σπάραχνα τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 8, Ζ. Μ. 4. 13, 15 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. = βρόγχιον, [[βρόγχος]], ὁ αὐτ. Προβλ. 50. 5, Πνεύμ. 5, 1· βράγχια, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 1· ἀλλ᾽ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ βρογχ- [[εἶναι]] διάφ. γραφ. καὶ πιθανῶς ἔπρεπεν οὕτω νὰ διορθωθῶσι.
|lstext='''βράγχιον''': τό, [[πτερύγιον]]. [[πτέρωμα]] βραγχίου Αἰλ. Ζ. Ι. 16. 12, πρβλ. Ἀρίωνα [[αὐτόθι]] 12. 45 (σ. 566 Bgk.) ΙΙ. κατὰ πληθ. Λατ. branchiae, τὰ σπάραχνα τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 8, Ζ. Μ. 4. 13, 15 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. = βρόγχιον, [[βρόγχος]], ὁ αὐτ. Προβλ. 50. 5, Πνεύμ. 5, 1· βράγχια, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 1· ἀλλ᾽ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ βρογχ- [[εἶναι]] διάφ. γραφ. καὶ πιθανῶς ἔπρεπεν οὕτω νὰ διορθωθῶσι.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> nageoire;<br /><b>2</b> τὰ βράγχια branchies, ouïes des poissons.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. sans étym.
}}
}}