Anonymous

βυρσεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βυρσεύς''': έως, ὁ, [[λέξις]] μεταγεν. ἀντὶ [[βυρσοδέψης]], Ἀρτεμίδ. 4. 56, Πράξ. Ἀποστ. θ’, 43· ὑπῆρχεν [[ἑταιρεία]] ἢ [[σύνδεσμος]] τῶν βυρσέων ἐν Θυατείροις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3499· πρβλ. [[βαφεύς]].
|lstext='''βυρσεύς''': έως, ὁ, [[λέξις]] μεταγεν. ἀντὶ [[βυρσοδέψης]], Ἀρτεμίδ. 4. 56, Πράξ. Ἀποστ. θ’, 43· ὑπῆρχεν [[ἑταιρεία]] ἢ [[σύνδεσμος]] τῶν βυρσέων ἐν Θυατείροις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3499· πρβλ. [[βαφεύς]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ὁ) :<br />tanneur, corroyeur (<i>réc. p.</i> [[βυρσοδέψης]]).<br />'''Étymologie:''' [[βύρσα]].
}}
}}