Anonymous

βασανιστέος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰσανιστέος''': α,ον,ῥημ. ἐπίθ. ,ὃν πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἀποδείξῃ διὰ βασάνων, Ἀριστοφ. Λυσ. 478, Πλάτ. Πολ. 539Ε.
|lstext='''βᾰσανιστέος''': α,ον,ῥημ. ἐπίθ. ,ὃν πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἀποδείξῃ διὰ βασάνων, Ἀριστοφ. Λυσ. 478, Πλάτ. Πολ. 539Ε.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[βασανίζω]].
}}
}}