Anonymous

γένειον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γένειον''': τὸ, ([[γένυς]]) τὸ [[μέρος]] [[ὅπερ]] καλύπτεται ὑπὸ τοῦ πώγωνος, ἡ [[κάτω]] [[σιαγών]], τὸ πηγοῦνι, mentum, Γερμ. kinn, Ὀδ. ΙΙ. 176 (πρβλ. [[γενειάς]])· πολιὸν γ. Ἰλ. Χ. 74· ἰδίως ἐν ἱκετείᾳ, ἔλλαβε χειρὶ γενείου Θ. 371· γενείου χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος Κ. 454· γενείου… λευκήρη [[τρίχα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056, πρβλ. Θήβ. 666. κτλ.· κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Τ. 1277·- παροιμ. ἐπὶ ἰσχνοῦ ζῷου, οὐδὲν [[ἄλλο]] πλὴν γένειόν τε καὶ κέρατα, δὲν [[εἶναι]] [[ἄλλο]] τι εἰμὴ πηγοῦνι καὶ κέρατα (πετσὶ καὶ κόκκαλο), Ἀριστοφ. Ὄρν. 902. 2) ὁ [[πώγων]], Ἡρόδ. 6. 117· κατὰ πληθ., Παυσ. 2. 10, 3., 2. 13, 5. 3) ἐν τῇ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 11, 10, ἡ ἄνω σιαγὼν (ἴδε [[γένυς]])· ἡ [[παρειά]], Νίκ. Θ. 53, Ἀνθ.II. 7. 531.
|lstext='''γένειον''': τὸ, ([[γένυς]]) τὸ [[μέρος]] [[ὅπερ]] καλύπτεται ὑπὸ τοῦ πώγωνος, ἡ [[κάτω]] [[σιαγών]], τὸ πηγοῦνι, mentum, Γερμ. kinn, Ὀδ. ΙΙ. 176 (πρβλ. [[γενειάς]])· πολιὸν γ. Ἰλ. Χ. 74· ἰδίως ἐν ἱκετείᾳ, ἔλλαβε χειρὶ γενείου Θ. 371· γενείου χειρὶ παχείῃ ἁψάμενος Κ. 454· γενείου… λευκήρη [[τρίχα]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 1056, πρβλ. Θήβ. 666. κτλ.· κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Τ. 1277·- παροιμ. ἐπὶ ἰσχνοῦ ζῷου, οὐδὲν [[ἄλλο]] πλὴν γένειόν τε καὶ κέρατα, δὲν [[εἶναι]] [[ἄλλο]] τι εἰμὴ πηγοῦνι καὶ κέρατα (πετσὶ καὶ κόκκαλο), Ἀριστοφ. Ὄρν. 902. 2) ὁ [[πώγων]], Ἡρόδ. 6. 117· κατὰ πληθ., Παυσ. 2. 10, 3., 2. 13, 5. 3) ἐν τῇ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 11, 10, ἡ ἄνω σιαγὼν (ἴδε [[γένυς]])· ἡ [[παρειά]], Νίκ. Θ. 53, Ἀνθ.II. 7. 531.
}}
{{bailly
|btext=ον (τό) :<br /><b>1</b> menton : γενείου [[λαβεῖν]] <i>ou</i> ἅπτεσθαι, toucher le menton <i>en parl. des suppliants</i> ; πρὸς γενείου, je t’en supplie;<br /><b>2</b> barbe.<br />'''Étymologie:''' [[γένυς]].
}}
}}