Anonymous

γηροκόμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γηροκόμος''': -ον, ([[κομέω]]) ὁ περιθάλπων τὸ [[γῆρας]], χήτει γηροκόμοιο Ἡσ. Θ. 605· [[δαίμων]] ἀντ᾿[[ἐμέθεν]] ὤπασε γηροκόμους, δηλ. θυγατέρας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 536· χεὶρ γ. Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 14· φροντίδες γ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 85.
|lstext='''γηροκόμος''': -ον, ([[κομέω]]) ὁ περιθάλπων τὸ [[γῆρας]], χήτει γηροκόμοιο Ἡσ. Θ. 605· [[δαίμων]] ἀντ᾿[[ἐμέθεν]] ὤπασε γηροκόμους, δηλ. θυγατέρας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 536· χεὶρ γ. Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 14· φροντίδες γ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 85.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui prend soin de la vieillesse.<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]], [[κομέω]].
}}
}}