Anonymous

γοήτευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γοήτευμα''': τό, μαγικὸν [[τέχνασμα]], [[παίγνιον]], [[μαγγανεία]], Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17.
|lstext='''γοήτευμα''': τό, μαγικὸν [[τέχνασμα]], [[παίγνιον]], [[μαγγανεία]], Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[γοητεία]].<br />'''Étymologie:''' [[γοητεύω]].
}}
}}