Anonymous

γλαφυρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλᾰφῠρός''': -ά, -όν, ([[γλάφω]]) [[κοῖλος]], «βαθουλός», κοινὸν ἐπίθετον τῶν πλοίων παρ’ Ὁμήρῳ· γλ. πέτρη, [[σπέος]] Ὅμ. ˙ γλ. [[φόρμιγξ]], πεποιημένη [[κοίλη]] [[χάριν]] τοῦ ἤχου, Ὀδ. Ρ. 262· γλ. ἅρμα Πίνδ. Ν. 9. 28· γλ. [[λιμήν]], βαθὺς λιμὴν ἢ [[ὅρμος]], Ὀδ. Μ. 305. ‒ Ἐπὶ τοιαύτης σημασίας τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπ. καὶ Πινδ.· [[οὐδέποτε]] παρὰ Τραγ.· σπανίως παρὰ κωμ. ὡς Ἐπιγεν. Ἡρω. 1 (τὸ δὲ παρ’ Ἑρμίπ. Φορμ. 1 εἶνε ἐπικὴ [[παρῳδία]])· [[κοῖλος]] δὲ [[εἶναι]] ἡ Ἀττ. [[λέξις]]. ΙΙ. [[λεῖος]], [[στιλπνός]], [[τέλειος]]· [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐπὶ προσώπων, [[λεπτός]], [[ἀκριβής]], τὰ πάντα ἐξετάζων καὶ ἐπικρίνων, ὦ σοφώτατ’, ὦ γλαφυρώτατε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1272· γλαφυρώτερος τῶν νῦν νομοθετῶν Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 11· γλαφυρωτέραν ἔχειν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4, 2·‒ [[ἐντεῦθεν]], [[ἐπιτήδειος]], [[ἔμπειρος]], [[ἱκανός]], χεὶρ Θεόκρ. Ἐπ. 7. 5· ἐπὶ ἀραχνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 4., 9. 38, 1.‒ Ἐπίρρ. -ρῶς, ἐπιτηδείως, κομψῶς, Ἄλεξ. Κρατ. 1. 20· γλ. βιώσας Συλλ. Ἐπιγρ. 2004· γλ. ἔχειν Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 1· [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., γλαφυρὸν μειδιᾶν, μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διαλ. 20. 11., 7. 4· συγκρ., γλαφυρωτέρως εἴρηκε ν… , λεπτοτέρως, [[μετὰ]] πλείονος ἐπιτηδειότητος καὶ ἀκριβείας, Ἀριστ. π.
|lstext='''γλᾰφῠρός''': -ά, -όν, ([[γλάφω]]) [[κοῖλος]], «βαθουλός», κοινὸν ἐπίθετον τῶν πλοίων παρ’ Ὁμήρῳ· γλ. πέτρη, [[σπέος]] Ὅμ. ˙ γλ. [[φόρμιγξ]], πεποιημένη [[κοίλη]] [[χάριν]] τοῦ ἤχου, Ὀδ. Ρ. 262· γλ. ἅρμα Πίνδ. Ν. 9. 28· γλ. [[λιμήν]], βαθὺς λιμὴν ἢ [[ὅρμος]], Ὀδ. Μ. 305. ‒ Ἐπὶ τοιαύτης σημασίας τὸ πλεῖστον παρ’ Ἐπ. καὶ Πινδ.· [[οὐδέποτε]] παρὰ Τραγ.· σπανίως παρὰ κωμ. ὡς Ἐπιγεν. Ἡρω. 1 (τὸ δὲ παρ’ Ἑρμίπ. Φορμ. 1 εἶνε ἐπικὴ [[παρῳδία]])· [[κοῖλος]] δὲ [[εἶναι]] ἡ Ἀττ. [[λέξις]]. ΙΙ. [[λεῖος]], [[στιλπνός]], [[τέλειος]]· [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐπὶ προσώπων, [[λεπτός]], [[ἀκριβής]], τὰ πάντα ἐξετάζων καὶ ἐπικρίνων, ὦ σοφώτατ’, ὦ γλαφυρώτατε Ἀριστοφ. Ὄρν. 1272· γλαφυρώτερος τῶν νῦν νομοθετῶν Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 11· γλαφυρωτέραν ἔχειν τὴν διάνοιαν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4, 2·‒ [[ἐντεῦθεν]], [[ἐπιτήδειος]], [[ἔμπειρος]], [[ἱκανός]], χεὶρ Θεόκρ. Ἐπ. 7. 5· ἐπὶ ἀραχνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 27, 4., 9. 38, 1.‒ Ἐπίρρ. -ρῶς, ἐπιτηδείως, κομψῶς, Ἄλεξ. Κρατ. 1. 20· γλ. βιώσας Συλλ. Ἐπιγρ. 2004· γλ. ἔχειν Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 1· [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., γλαφυρὸν μειδιᾶν, μελῳδεῖν Λουκ. Θ. Διαλ. 20. 11., 7. 4· συγκρ., γλαφυρωτέρως εἴρηκε ν… , λεπτοτέρως, [[μετὰ]] πλείονος ἐπιτηδειότητος καὶ ἀκριβείας, Ἀριστ. π.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>I.</b> creusé;<br /><b>II.</b> travaillé au ciseau ; ciselé, poli ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> qui travaille finement, habile aux ouvrages délicats;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> de mœurs polies, élégant, gracieux ; τὸ γλαφυρόν PLUT politesse des mœurs.<br />'''Étymologie:''' R. Γλαφ, gratter ; cf. [[διαγλάφω]], [[γλύφω]].
}}
}}