Anonymous

γεροντικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεροντικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γέροντα ἢ [[ὅμοιος]] γέροντι, Πλάτ. Νόμ. 761C·-πρβλ. ἑπομ.-Ἐπίρρ.–κῶς Πλούτ. 2. 639D.
|lstext='''γεροντικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γέροντα ἢ [[ὅμοιος]] γέροντι, Πλάτ. Νόμ. 761C·-πρβλ. ἑπομ.-Ἐπίρρ.–κῶς Πλούτ. 2. 639D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de vieillard.<br />'''Étymologie:''' [[γέρων]].
}}
}}