Anonymous

γενετή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενετή''': ἡ, = γενεή, ἐκ γενετῆς, ἐκ τῆς ὥρας τῆς γεννήσεως, ἀφ΄ ὅτου ἐγεννήθη τις, Ἰλ. Ω. 535, Ὀδ. Σ. 7· εὐθὺς ἐκ γ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 1· ἀντίθ. πρὸς τὸ δι’ [[ἔθος]], [[αὐτόθι]] 7. 14, 4· μεταγεν. ἀπὸ γενετῆς Ἰάμβλ.II. Β. 171.
|lstext='''γενετή''': ἡ, = γενεή, ἐκ γενετῆς, ἐκ τῆς ὥρας τῆς γεννήσεως, ἀφ΄ ὅτου ἐγεννήθη τις, Ἰλ. Ω. 535, Ὀδ. Σ. 7· εὐθὺς ἐκ γ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13, 1· ἀντίθ. πρὸς τὸ δι’ [[ἔθος]], [[αὐτόθι]] 7. 14, 4· μεταγεν. ἀπὸ γενετῆς Ἰάμβλ.II. Β. 171.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>seul. dans la locut.</i> [[ἐκ]] [[γενετῆς]]IL, OD dès la naissance.<br />'''Étymologie:''' [[γίγνομαι]].
}}
}}