γαστρίμαργος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαστρίμαργος''': [ῐ], -ον, [[ἀδηφάγος]] (πρβλ. [[λαίμαργος]]), Πίνδ. Ο. 1. 82, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3· -μαργέω Φίλων 2. 22, Ἐκκλ.· -μαργικός, ή, όν, Ἐπιφάν.
|lstext='''γαστρίμαργος''': [ῐ], -ον, [[ἀδηφάγος]] (πρβλ. [[λαίμαργος]]), Πίνδ. Ο. 1. 82, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3· -μαργέω Φίλων 2. 22, Ἐκκλ.· -μαργικός, ή, όν, Ἐπιφάν.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />glouton, goulu.<br />'''Étymologie:''' [[γαστήρ]], [[μάργος]].
}}
}}