Anonymous

γλίσχρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλίσχρος''': -α, -ον, [[κολλώδης]], Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907· ἐν συνδυασμῷ [[μετὰ]] τοῦ [[λιπαρός]], Πλάτ. Τιμ. 82D, 84A· γλ. τὸ [[σίαλον]] Φερεκρ. Κορ. 3· ἐπὶ ἐλαίου, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 4· -περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 74. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπιμόνως προσκολλώμενος εἴς τινα καὶ παρακαλῶν, [[γλίσχρος]] προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452· γλίσχρον βλέπει Εὔφρων Συνεφ. 1. 16·- οὕτω, γλ. πυρετοί, ἐπίμονοι, παραμένοντες, Ἱππ. 1135Η.- Ἐπίρρ., γλίσχρως ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Κρίτ. 53Ε. 2) [[φειδωλός]], [[μικρολόγος]], «σφικτός», Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39·- ἐν τῷ ἐπιρρ., γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν φειδόμενος Πλάτ. Πολ. 553C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37· γλ. ζῆν Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 7· γλ. λαμβάνειν, ἀντίθ. τῷ ἀφθόνως διδόναι, [[αὐτόθι]] 5. 11, 19· [[ἐντεῦθεν]], [[μετὰ]] δυσκολίας, χαλεπῶς, [[μόλις]], γλ. καὶ [[μόλις]] Δημ. 977. 25· ἢ τὸ [[παράπαν]] οὐδέν… , ἢ γλίσχρως Ἀριστ. Πολ. 3.1,8˙ οὕτω, τρόπον τινὰ γλίσχρον, [[μόλις]] ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 7. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, [[μικρός]], [[οἰκοδόμημα]] γλ. Δημ. 689. 25· γλ. [[δεῖπνον]] Πλούτ. Λυκούργ. 17· γλ. τέχναι Λουκ. Δραπ. 13· - ἰδίως ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, Λατ. putidus, καὶ τὰ ὅμοια, Πλάτ. Κρατ. 434C, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 31Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., γλ. εἰκάζειν, [[κάμνω]] πολὺ ὀγίγον ἐπιτυχῆ παραβολήν, Πλάτ. Πολ. 488Α· [[μάλα]] γε γλ., πολὺ ἀναξίως, ἀθλίως, ὁ αὐτ. Κρατ. 414C. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ λίς, λῑτός, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[λισσός]]).
|lstext='''γλίσχρος''': -α, -ον, [[κολλώδης]], Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907· ἐν συνδυασμῷ [[μετὰ]] τοῦ [[λιπαρός]], Πλάτ. Τιμ. 82D, 84A· γλ. τὸ [[σίαλον]] Φερεκρ. Κορ. 3· ἐπὶ ἐλαίου, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 4· -περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 74. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπιμόνως προσκολλώμενος εἴς τινα καὶ παρακαλῶν, [[γλίσχρος]] προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452· γλίσχρον βλέπει Εὔφρων Συνεφ. 1. 16·- οὕτω, γλ. πυρετοί, ἐπίμονοι, παραμένοντες, Ἱππ. 1135Η.- Ἐπίρρ., γλίσχρως ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Κρίτ. 53Ε. 2) [[φειδωλός]], [[μικρολόγος]], «σφικτός», Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39·- ἐν τῷ ἐπιρρ., γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν φειδόμενος Πλάτ. Πολ. 553C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37· γλ. ζῆν Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 7· γλ. λαμβάνειν, ἀντίθ. τῷ ἀφθόνως διδόναι, [[αὐτόθι]] 5. 11, 19· [[ἐντεῦθεν]], [[μετὰ]] δυσκολίας, χαλεπῶς, [[μόλις]], γλ. καὶ [[μόλις]] Δημ. 977. 25· ἢ τὸ [[παράπαν]] οὐδέν… , ἢ γλίσχρως Ἀριστ. Πολ. 3.1,8˙ οὕτω, τρόπον τινὰ γλίσχρον, [[μόλις]] ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 7. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, [[μικρός]], [[οἰκοδόμημα]] γλ. Δημ. 689. 25· γλ. [[δεῖπνον]] Πλούτ. Λυκούργ. 17· γλ. τέχναι Λουκ. Δραπ. 13· - ἰδίως ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, Λατ. putidus, καὶ τὰ ὅμοια, Πλάτ. Κρατ. 434C, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 31Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., γλ. εἰκάζειν, [[κάμνω]] πολὺ ὀγίγον ἐπιτυχῆ παραβολήν, Πλάτ. Πολ. 488Α· [[μάλα]] γε γλ., πολὺ ἀναξίως, ἀθλίως, ὁ αὐτ. Κρατ. 414C. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ λίς, λῑτός, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[λισσός]]).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> gluant, visqueux;<br /><b>II.</b> qui s’attache <i>ou</i> adhère fortement, tenace, importun :<br /><b>1</b> qui s’attache à des minuties, ergoteur, chicaneur, subtil;<br /><b>2</b> qui s’attache à son bien ; petit, mesquin, sordide.<br />'''Étymologie:''' pour *γλιτχρος, du rad. *γλιτ- = λιτ- ; cf. [[λίς]], [[λισσός]].
}}
}}