Anonymous

γεμίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεμίζω''': μέλλ. ἀττ. –ιῶ ([[γέμω]]), πληρῶ ἐντελῶς, φορτώνω μέ τι, [[κυρίως]] ἐπὶ πλοίου, τινὸς Θουκ. 7. 53, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 25, κτλ.· γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Δημ. 569. 4· ἀκολούθως, σποδοῦ γ. λέβητας, πληρώσας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 443· γεμίσω σε, πρὸς [[ποτήριον]], Θεόπομπ. Κωμ. Νεμ. 1. 4.– Παθ., γεμίζομαι, φορτώνομαι, πληροῦμαι, Δημ. 466. 28· μεταφορ. ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 505· ἐπὶ μελισσῶν, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14. ΙΙ. μεταγεν. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., γεμίζειν [[ὕδωρ]] (ἐνν. τὴν ὑδρίαν), πληροῦν ὕδατος ἐντελῶς, Παυσ. 3. 13, 2· καὶ ἐν τῷ παθ., [[οἶνον]], πῦρ γεμισθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 85.
|lstext='''γεμίζω''': μέλλ. ἀττ. –ιῶ ([[γέμω]]), πληρῶ ἐντελῶς, φορτώνω μέ τι, [[κυρίως]] ἐπὶ πλοίου, τινὸς Θουκ. 7. 53, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 25, κτλ.· γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Δημ. 569. 4· ἀκολούθως, σποδοῦ γ. λέβητας, πληρώσας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 443· γεμίσω σε, πρὸς [[ποτήριον]], Θεόπομπ. Κωμ. Νεμ. 1. 4.– Παθ., γεμίζομαι, φορτώνομαι, πληροῦμαι, Δημ. 466. 28· μεταφορ. ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 505· ἐπὶ μελισσῶν, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14. ΙΙ. μεταγεν. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., γεμίζειν [[ὕδωρ]] (ἐνν. τὴν ὑδρίαν), πληροῦν ὕδατος ἐντελῶς, Παυσ. 3. 13, 2· καὶ ἐν τῷ παθ., [[οἶνον]], πῦρ γεμισθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 85.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> γεμίσω, <i>att.</i> γεμιῶ, <i>ao.</i> ἐγέμισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. part. ao.</i> γεμισθείς, <i>pf.</i> γεγέμισμαι;<br />remplir : γ. τινός, remplir de qch.<br />'''Étymologie:''' [[γέμω]].
}}
}}