Anonymous

γοάω: Difference between revisions

From LSJ
452 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γοάω''': γοάει,-άουσι Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.· Δωρ. γ΄ πληθ. –άοντι Μόσχ. 3. 24· εὐκτ. γοάοιεν (Βεκκ. –όῳεν) Ὅμ.· γοᾶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 676, Ἐπ. [[γοήμεναι]] Ἰλ. Ξ. 502· μετοχ. γοόων, -όωσα Ζ. 373, κτλ.· Ἐπ. παρατ. γόων Ὀδ. Κ. 567, Ἰων. γοάασκεν Ὀδ. Θ. 92· Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[γόον]] Ἰλ. Ζ. 500· μέλλ. γοήσομαι Ὅμ., μεταγεν. γοήσω Ἀνθ. Π. 7. 638, Νόνν.· ἀόρ. α΄ ἐγόησα Ἀνθ. Π. 7. 599, 611.― Μέσ., Τραγ., Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρὰ πεζοῖς).― Παθ., ἴδε κατωτέρω (ἴδε [[γόος]]). Στενάζω, πενθῶ, θρηνῶ γοερῶς, Ὅμ.· ― μετ’ αἰτ., θρηνῶ, [[ὀδύρομαι]], [[κλαίω]] διά τινα, Ἰλ. Π. 857, κτλ.· ὑπέρ τινος Μόσχ. 4. 83· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ([[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. εἰμὴ κατὰ μέλλ.), γοᾶσθε Αἰσχύλ. Πέρσ. 1072, πρβλ. Herm. Χο. 622 (632)· γοᾶσθέ τι ὀδύρματα Σοφ. Τρ. 51· [[ἀμφί]] νιν γοώμενος [[αὐτόθι]] 937.― Παθ., γοᾶται Αἰσχύλ. Χο. 632· γοηθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 371.
|lstext='''γοάω''': γοάει,-άουσι Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.· Δωρ. γ΄ πληθ. –άοντι Μόσχ. 3. 24· εὐκτ. γοάοιεν (Βεκκ. –όῳεν) Ὅμ.· γοᾶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 676, Ἐπ. [[γοήμεναι]] Ἰλ. Ξ. 502· μετοχ. γοόων, -όωσα Ζ. 373, κτλ.· Ἐπ. παρατ. γόων Ὀδ. Κ. 567, Ἰων. γοάασκεν Ὀδ. Θ. 92· Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[γόον]] Ἰλ. Ζ. 500· μέλλ. γοήσομαι Ὅμ., μεταγεν. γοήσω Ἀνθ. Π. 7. 638, Νόνν.· ἀόρ. α΄ ἐγόησα Ἀνθ. Π. 7. 599, 611.― Μέσ., Τραγ., Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρὰ πεζοῖς).― Παθ., ἴδε κατωτέρω (ἴδε [[γόος]]). Στενάζω, πενθῶ, θρηνῶ γοερῶς, Ὅμ.· ― μετ’ αἰτ., θρηνῶ, [[ὀδύρομαι]], [[κλαίω]] διά τινα, Ἰλ. Π. 857, κτλ.· ὑπέρ τινος Μόσχ. 4. 83· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ([[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. εἰμὴ κατὰ μέλλ.), γοᾶσθε Αἰσχύλ. Πέρσ. 1072, πρβλ. Herm. Χο. 622 (632)· γοᾶσθέ τι ὀδύρματα Σοφ. Τρ. 51· [[ἀμφί]] νιν γοώμενος [[αὐτόθι]] 937.― Παθ., γοᾶται Αἰσχύλ. Χο. 632· γοηθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 371.
}}
{{bailly
|btext=γοῶ;<br />gémir, se lamenter : [[τι]] sur qch ; <i>Pass.</i> être pleuré;<br /><i><b>Moy.</b></i> γοάομαι-ῶμαι gémir, se lamenter : [[ἀμφί]] τινα, sur le sort de qqn ; avec double acc. : πανδάκρυτ’ ὀδύρματα τὴν Ἡράκλειον ἔξοδον SOPH déplorer le départ d’Héraclès avec des gémissements et des larmes abondantes.<br />'''Étymologie:''' [[γόος]].
}}
}}