Anonymous

γόμφωμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γόμφωμα''': τό, τὸ διὰ γόμφων συμπηγνύμενον, τὸ σκελετόν, Πλούτ. Μαρκ. 15·― ἀλλὰ = [[γόμφος]], ὁ αὐτ. 2. 321D.
|lstext='''γόμφωμα''': τό, τὸ διὰ γόμφων συμπηγνύμενον, τὸ σκελετόν, Πλούτ. Μαρκ. 15·― ἀλλὰ = [[γόμφος]], ὁ αὐτ. 2. 321D.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> pont d’un navire assujetti au moyen de chevilles;<br /><b>2</b> cheville, clou.<br />'''Étymologie:''' [[γομφόω]].
}}
}}